Κούρευα το γκαζόν, κουβαλούσα, ήμουν φροντιστής - Όλα... ΠΑΟΚ, μια ζωή ΠΑΟΚ!
SHARE:
Γιατί εκείνοι που τον είδαν να παίζει, ορκίζονται πως δεν θα τον ξεχάσουν ποτέ!
«Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου μακριά από τον ΠΑΟΚ. Έχω κάνει τα πάντα γι αυτή την ομάδα. Κούρευα το γκαζόν, κουβαλούσα, ήμουν φροντιστής. Από μικρό παιδί αυτός ο σύλλογος με έκανε να αισθανθώ κομμάτι του...».
Και ο ΠΑΟΚ «έχασε» σήμερα ένα δικό του κομμάτι. Μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες που πέρασαν από την Τούμπα. Το πρωί της 13ης Οκτωβρίου και παρότι τις τελευταίες μέρες υπήρχαν ενθαρρυντικά σημάδια, ο «Καίσαρας» έφυγε από τη ζωή, βυθίζοντας στη θλίψη την οικογένεια του ΠΑΟΚ και το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ένας άνθρωπος που δεν έκανε ποτέ εκπτώσεις. Μια ωδή στο ρομαντισμό μίας άλλης εποχής, αυτής της ανδιοτελούς αγάπης και αφοσίωσης σε μία ομάδα. Αλλά και αυτό είχε την εξήγησή του κατά τον Σταύρο Σαράφη:
«Οι ποδοσφαιριστές πλέον δεν είναι εύκολο να δεθούν συναισθηματικά με την ομάδα γιατί αλλάζουν συνεχώς και δεν αποκτάται η απαραίτητη χημεία. Στην εποχή μου ήμασταν υποχρεωμένοι να παραμείνουμε για μια οκταετία. Βρεθήκαμε πολλοί ποιοτικοί παίκτες μαζί και πέρα από την ομάδα που είχαμε φτιάξει, είχαμε και ένα τρομερό δέσιμο μεταξύ μας. Ήμασταν σαν αδέρφια. Ο ένας κάλυπτε τον άλλον. Δεν μπορούσαμε να έχουμε δέκα Σαράφηδες ή δέκα Κούδες».
Παραμένοντας ένας πιστός «στρατιώτης» του ΠΑΟΚ καθ΄όλη τη διάρκεια της ζωής του, παραδέχεται πως:
«Τότε ήμασταν πιο σκληροί. Οι σημερινοί παίκτες είναι λίγο καλοπερασάκηδες. Ίσως να φταίει ότι τώρα ένας ποδοσφαιριστής έχει τα πάντα. Πλήθος από καταρτισμένο προσωπικό να τον στηρίζει και να δουλεύει μαζί του, εξαιρετικές εγκαταστάσεις και φυσικά αψεγάδιαστα γήπεδα. Εμείς έπρεπε να προβλέπουμε τα γκελ που θα κάνει η μπάλα στο χορτάρι. Τώρα θα έπαιζα και ξυπόλητος. Τους βλέπω και τους ζηλεύω. Μπήκα στα αποδυτήρια της Τούμπας και ζήλεψα. Τότε είχαμε τρεις φανέλες για όλη την σεζόν και την μία την κρατούσε κρυμμένη ο συγχωρεμένος ο Τσαρπανάς, μην τύχει και την χρειαστούμε».
Δεν μιλούσε συχνά, και η συνέντευξή του στο Toumba Magazine, αποτελεί τον καθρέφτη μίας ψυχής ατόφιας που τον καθοδηγούσε σε κάθε βήμα της ζωής του. Και ουδέποτε τον έκανε να σκεφτεί τη ζωή του μακριά από τον ΠΑΟΚ. Συμπληρώνοντας αισίως 45 χρόνια ακούραστης αφοσίωσης στην ομάδα του Δικεφάλου:
«Η μέρα που υπέγραψα στον ΠΑΟΚ σε ηλικία 17 ετών ήταν καλύτερη στιγμή μου στην ομάδα. Πριν ολοκληρωθεί η μεταγραφή με είχε δει ο Μίμης Παπαϊωάννου σε ένα ματς της Αναγέννησης Επανομής και με ρώτησε αν θέλω να παίξω στην ΑΕΚ. Ο ΠΑΟΚ, όμως, είχε προετοιμάσει ήδη το έδαφος για να με εντάξει στο δυναμικό του. Όταν ήμουν 14 έκανα μία επέμβαση και είχε καλύψει πλήρως τα έξοδα. Με παρακολουθούσε από μικρή ηλικία. Βέβαια η μεταγραφή μου είχε περιπέτεια και παρασκήνιο. Μετά από μερικές ιδιαίτερες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Επανομής και του ΠΑΟΚ, και 100.000 δραχμές κρυμμένες μέσα σε σταφύλια, το σίριαλ είχε αίσιο τέλος.
Έγινα αμέσως βασικός. Έπαιξα με παίκτες όπως ο Λέανδρος. Πήγα στην Εθνική στα 22 μου και μοιραζόμουν το γήπεδο με θρύλους όπως ο Δομάζος κι ο Παπαϊωάννου. Ήταν όλοι 30άρηδες και εγώ σχεδόν δέκα χρόνια νεότερος. Μάλιστα επί Χούντας σε ένα φιλικό στην Αυστραλία έγινα ο μικρότερος ηλικιακά αρχηγός της Εθνικής Ομάδας. Υπάρχουν πολλές στιγμές που δεν θα ξεχάσω.
Δε θα άλλαζα τίποτα στην καριέρα μου. Το 1976 μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος, η ΑΕΚ μου προσέφερε πέντε εκατομμύρια. Πήγα αμέσως στον Παντελάκη και του είπα ότι δεν θέλω να φύγω και του ζήτησα να μην αδικήσει στο οικονομικό. Τότε, άνοιξε ένα χρηματοκιβώτιο, έβγαλε ένα εκατομμύριο και μου είπε αυτό έχω και ίσως μπορώ να σου δώσω και μερικές χιλιάδες ακόμα. Αποφάσισα να μείνω και δεν βγήκα χαμένος. Το αντίθετο.
Είχα μιλήσει με τον Λόραντ για να συνεχίσω στον ΠΑΟΚ σαν λίμπερο, λόγω και της ηλικίας μου, αλλά μετά τον θάνατό του ήμουν σε κακή ψυχολογική κατάσταση και δεν ήθελα να συνεχίσω. Σταμάτησα το ποδόσφαιρο στα 31.Ο Μακεδονικός του Βουλινού μου έδινε τρία εκατομμύρια για να παίξω, αλλά δεν ήθελα να τους κοροϊδέψω...».
Πρώτος σκόρερ του ΠΑΟΚ στην Α' Εθνική με 137 γκολ, κι όμως... «Δεν έπαιξα ποτέ φορ, αλλά είμαι ο πρώτος σκόρερ της ομάδας. Νομίζω πως το σημείο κλειδί ήταν οι τοποθετήσεις μου. Ήξερα πως πρέπει να κινηθώ στο γήπεδο και να είμαι στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή. Υπήρχε μία καταπληκτική τριπλέτα μπροστά με τους Παρίδη, Ασλανίδη και φυσικά τον Κούδα και έτσι μπορούσα κι εγώ να κάνω τα σωστά πράγματα».
Ένας σεμνός, υπέροχος άνθρωπος που έβλεπε τα γκολ μονάχα σαν αριθμούς, ευελπιστώντας πως κάποιος, κάποτε, θα τον ρίξει από το βάθρο: «Τα κατορθώματά μας δεν πρόκειται να ξεχαστούν, αλλά θέλουμε όλοι να ξεπεραστούν. Είμαι ο πρώτος που το εύχομαι από τα βάθη της ψυχής μου. Και εκείνο που θα με χαροποιήσει περισσότερο είναι να σπάσει κάποιος το δικό μου ρεκόρ. Μακάρι να βγει ένας τέτοιος παίκτης».
Άνθρωποι όμως με την στόφα του Σταύρου Σαράφη θα έχουν πάντα τη δική τους θέση στο πάνθεον του ελληνικού ποδοσφαίρου και τη δική τους ιστορία, γραμμένη με τα πιο «χρυσά» γράμματα, στην ασπρόμαυρη βίβλο. Άνθρωποι που θα πρεσβεύουν για πάντα τα ιδανικά και τις αξίες του ΠΑΟΚ, τις οποίες κουβάλησαν με αξιοπρέπεια μέχρι την τελευταία ημέρα.
Άνθρωποι που μας έμαθαν πως δεν υπάρχει μεγαλείο εκεί που δεν υπάρχει απλότητα και καλοσύνη. Άνθρωποι που όρισαν την αγάπη όχι με όρους ανταμοιβής αλλά ως καύσιμο. Και το καύσιμο του Σταύρου Σαράφη ήταν ο ΠΑΟΚ...
«Ο αετός στο στήθος είναι σαν τον σταυρό. Τον φοράς και είσαι προσηλωμένος σε αυτόν. Γίνεσαι ένα με αυτόν. Με την φανέλα του ΠΑΟΚ κουβαλάς πάνω σου και όλες τις αξίες που πρεσβεύει ο Σύλλογος».
Καλό ταξίδι, Καίσαρα...