«Ξεπεράσαμε ΠΑΟ-ΑΕΚ και σύντομα θα σηκώσουμε πρωτάθλημα!»
SHARE:
«Άρρωστος» ΠΑΟΚτσής από μικρός, ο παλαίμαχος Ελληνοαυστραλός είδε το όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα όταν το 1998 πήρε μεταγραφή στην αγαπημένη του ομάδα.
Παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη για σχεδόν μια δεκαετία, έπαιξε σε 203 αγώνες, όμως δεν είδε τον ΠΑΟΚ να φτάνει εκεί που θα ήθελε. Και η αλήθεια είναι ότι ούτε τώρα, σχεδόν 20 χρόνια μετά, βλέπει τον δικέφαλο να πετάει ψηλά...
Το άρθρο συνεχίζεται μετά τη διαφήμιση
Δεν χάνει, όμως, την πίστη του και θεωρεί ότι με τον Ιβάν Σαββίδη στο τιμόνι και εφόσον βελτιωθεί η κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο, η ομάδα μπορεί να κατακτήσει τίτλους. Έχει, άλλωστε, λαό «που παίρνει μόνος του παιχνίδια».
Και τώρα έχει ένα άλλο όνειρο: να επιστρέψει στην Ελλάδα ως προπονητής του ΠΑΟΚ. Δεν θα έλεγε όχι ούτε για τη θέση του βοηθού του Βλάνταν Ίβιτς, τη στάση του οποίου βλέπει ως κλειδί στη μεταμόρφωση του ΠΑΟΚ.
Για την ώρα, κάθεται στον πάγκο των Μπέντλι Γκρινς, μιας ημιεπαγγελματικής ομάδας που ιδρύθηκε από Έλληνες και Κύπριους ομογενείς. Έγραψε, μάλιστα, ιστορία το 2014, όταν έφτασε στα ημιτελικά του κυπέλλου Αυστραλίας FFA Cup!
Συναντήσαμε τον Αναστασιάδη στο σπίτι των Μπέντλι Γκρινς, το οποίο είναι δικό του «σπίτι» τα τελευταία 6.5 χρόνια. Ναι, στο Τσέλτεναμ, σε αυτό το προάστιο της Μελβούρνης, η καρέκλα του προπονητή δεν είναι ηλεκτρική!
- Καταρχάς θα ήθελα να μου μιλήσεις για την ομάδα σου, τους Μπέντλι Γκρινς...
«Είναι μια ομάδα συνοικίας της Μελβούρνης, δεν είναι ομάδα Α' εθνικής. Η ελληνική ονομασία είναι Παγκύπριος. Είναι, ας πούμε Α' τοπικό, αλλά προσπαθούμε να δουλεύουμε επαγγελματικά. Είμαι εδώ σχεδόν 6.5 χρόνια, έχουμε σημειώσει κάποιες επιτυχίες, με αποκορύφωμα τη συμμετοχή στα ημιτελικά του κυπέλλου το 2014. Από τότε η ομάδα έχει ανεβεί πάρα πολύ, την έχει μάθει όλη η Αυστραλία. Από τότε όλες οι υποτίθεται μικρές ομάδες άρχισαν να ονειρεύονται ανάλογη πορεία. Ανέβηκε έτσι και το πρεστίζ του κυπέλλου και είμαστε πολύ περήφανοι γι' αυτό, γιατί πλέον οι υπόλοιπες ομάδες παίρνουν σοβαρά τη διοργάνωση. Γιατί παλαιότερα οι μικρές ομάδες δεν θεωρούσαν ότι είναι δυνατόν να προχωρήσουν. Είμαστε χαρούμενοι γιατί δώσαμε ώθηση στις άλλες ομάδες. Ήταν μια πολύ μεγάλη επιτυχία για εμάς η πρόκριση στα ημιτελικά, αλλά και την επόμενη χρονιά, το 2015, πήραμε το πρωτάθλημα, κάτι το οποίο δεν είχε πετύχει ποτέ το κλαμπ. Και δουλεύουμε επαγγελματικό μαζί με τον πρόεδρο τον Κώστα Μπίο και τον Γιάννη Ιωάννου, τον τεχνικό διευθυντή της ομάδας, οι οποίοι καταλαβαίνουν τι χρειάζεται ένα κλαμπ για να γίνει σωστό και σταθερό. Όχι με σκαμπανεβάσματα, όπως ήταν παλιά».
- Έλληνες υπάρχουν;
«Λίγοι, ελάχιστοι. Δυστυχώς τα ελληνάκια έχουν χαθεί εδώ και αρκετά χρόνια. Τους ενδιαφέρουν άλλα πράγματα. Και λέω δυστυχώς γιατί αυτό με πληγώνει. Όταν ήμουν εγώ 18-20 χρονών, έβλεπα ότι κάθε ομάδα είχε πέντε-έξι Έλληνες. Τώρα δεν συμβαίνει αυτό το πράγμα».
- Και παλιότερα οι ομάδες έψαχναν για ποδοσφαιριστές στην Αυστραλία...
«Ναι, έρχονταν πολλές ομάδες για παίκτες. Εγώ έχω παίξει στην Ελλάδα και ξέρω. Τώρα, όμως, βλέπω ότι είναι πολλοί λίγοι οι Έλληνες ποδοσφαιριστές. Ειδικά εδώ στη Μελβούρνη. Έχω ακούσει ότι στις μικρότερες ηλικίες, 13-14 ετών, τα ελληνάκια έχουν ξαναέρθει στην επιφάνεια. Και εύχομαι σε λίγα χρόνια να τους δούμε και στις πρώτες ομάδες».
- Εσύ θέλεις να ακολουθήσεις προπονητική καριέρα;
«Ναι, το έχω πάρει απόφαση και τώρα τελειώνω το δίπλωμα Α και απομένει ένα άλλο δίπλωμα, το Pro-Licence. Και εύχομαι φέτος να τα ολοκληρώσω αυτά, για να μπορώ να είμαι προπονητής στην Α' εθνική και στο εξωτερικό».
- Στην Ελλάδα, ας πούμε, θα ερχόσουν;
«Στην Ελλάδα έζησα 10 ωραία χρόνια. Είδα το ποδόσφαιρο διαφορετικά, σαν παίκτης, όχι σαν προπονητής. Αλλά εκεί η θέση του προπονητή είναι ηλεκτρική καρέκλα. Στην Ελλάδα δεν μπορεί να μείνει κανείς στην ίδια ομάδα για 6.5 χρόνια, μόνο αν έχει συνεχείς επιτυχίες. Θα ήθελα κάποια στιγμή να το κάνω στην Ελλάδα, αλλά θα προτιμούσα πρώτα να φτιάξει το ποδόσφαιρο. Αυτή τη στιγμή η κατάσταση είναι πολύ άσχημη, δυστυχώς. Εύχομαι κάποια στιγμή να βελτιωθούν τα πράγματα και να μπορούμε και εμείς οι άνθρωποι του εξωτερικού να κάνουμε προπονητική καριέρα στην Ελλάδα. Και πολλοί Ελληνοαυστραλοί παίκτες γι' αυτό δεν πηγαίνουν στην Ελλάδα. Πηγαίνουν, για παράδειγμα, στο Βέλγιο».
- Παρακολουθείς, δηλαδή, τι γίνεται στην Ελλάδα...
«Συνέχεια. Με το internet τα μαθαίνεις πλέον όλα. Και έχω και επαφές με τους πρώην συμπαίκτες μου. Με τον Κώστα Λαγωνίδη, για παράδειγμα. Και ο Θοδωρής Ζαγοράκης ήταν πρώην συμπαίκτης μου, τον οποίο βλέπω κάποιες φορές όταν είμαι στην Ελλάδα. Και με τον Μπορμπόκη έχω επαφές. Όταν επιστρέφω στην Ελλάδα βρισκόμαστε όλοι μαζί και είναι όμορφο όλο αυτό, διότι ζήσαμε ωραίες εποχές. Δύσκολες, αλλά ωραίες εποχές. Τέτοιες φιλίες αντέχουν στον χρόνο».
- Πώς βλέπεις, λοιπόν, την ποιότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου;
«Μπορώ να πω ότι υπάρχουν καλοί παίκτες, απλώς ο τρόπος που το διαχειρίζονται οι παράγοντες θέλει ακόμα πολλή δουλειά. Νομίζω ότι πρέπει να κερδηθεί ξανά η εμπιστοσύνη του κόσμου. Γι' αυτό δεν πάει ο κόσμος στο γήπεδο, δεν εμπιστεύεται πλέον. Στημένα παιχνίδια, στοίχημα, αυτά τα σκέφτεται ο άλλος. Σου λέει τι να πάω να δω, αφού δεν θα πάει καλά η ομάδα. Ο Έλληνας αγαπάει το ποδόσφαιρο με πάθος. Και θυμάμαι τότε που ήμουν εγώ ότι είχε ανεβεί το μπάσκετ, αλλά όλοι έλεγαν ότι οι φίλαθλοι του μπάσκετ προέρχονταν από το ποδόσφαιρο. Αλλά όταν κάποιος πληγώνεται 10-15 φορές, κάποια στιγμή θα πει "στοπ, δεν πάω". Εύχομαι κάποια στιγμή να βρει τον δρόμο του το ποδόσφαιρο, ο κόσμος να το εμπιστευτεί και να ξαναπάει στο γήπεδο. Να δούμε ξανά γεμάτα γήπεδα. Διάβαζα τις προάλλες ότι η Ξάνθη, που είναι δεύτερη στη βαθμολογία, είχε 500 άτομα στο γήπεδο και ο πρόεδρος ούρλιαζε. Και καλά έκανε ο άνθρωπος».
- Παρακολουθείς τον ΠΑΟΚ;
«Πάντα τον παρακολουθώ. Βλέπω ότι πάει καλά, ότι τα αποδυτήρια έφτιαξαν. Έφυγαν μερικοί, ο προπονητής πήρε κάποιες αποφάσεις δύσκολες και καλά έκανε. Βλέπω ότι η ομάδα βρίσκει τον δρόμο της σιγά σιγά. Έχει και τον Σαββίδη που τον βοηθάει όσο μπορεί και μπράβο του. Να μη χάσουν τον Σαββίδη, γιατί αν χαθεί ο Σαββίδης θα χαθεί ο ΠΑΟΚ. Αυτό είναι 100% σίγουρο».
- Βλέπεις τα παιχνίδια της ομάδας;
«Βέβαια. Έχουμε και τον σύνδεσμο εδώ, πάμε και τα βλέπουμε τα ματς».
- Είναι, όμως, οι ώρες δύσκολες...
«Είναι, αλλά τι να κάνουμε; Εμείς οι ΠΑΟΚτσήδες είμαστε τρελοί. Το θέμα είναι ότι ο ΠΑΟΚ βαδίζει στον σωστό δρόμο».
- Πιστεύεις, δηλαδή, ότι μπορεί να φτάσει στο σημείο να πανηγυρίσει ένα πρωτάθλημα;
«Αν αλλάξει γενικά η κατάσταση στο ποδόσφαιρο, κάποια στιγμή ο ΠΑΟΚ θα πάρει πρωτάθλημα. Δεν υπάρχει περίπτωση. Με αυτόν τον πρόεδρο, με έναν καλό προπονητή, όποιος και αν είναι αυτός. Εγώ θα ήθελα να υπάρχει σταθερότητα, που στην Ελλάδα δεν γίνεται. Άσε, ας πούμε, τον Ίβιτς για δύο-τρία χρόνια. Να δούμε τι θα κάνει. Και αν τον αφήσουν, μπορεί να κάνει καλή δουλειά στον ΠΑΟΚ. Γιατί ο ΠΑΟΚ αυτή τη στιγμή είναι πιο πάνω από τον Παναθηναϊκό και πιο πάνω από την ΑΕΚ. Τον Ολυμπιακό είναι δύσκολο να τον χτυπήσεις, αλλά όλα είναι πιθανά».
- Μιας και μίλησες για τον Ίβιτς, εσύ συμφωνείς με αυτό που έκανε, που άφησε υπονοούμενα για κάποιους παίκτες μετά το ματς με τον Ατρόμητο;
«Ένας προπονητής, με βάση αυτά που έχω ακούσει μιλάω, δεν θέλει να ακούει έναν παίκτη του να λέει ότι η ομάδα δεν μπορεί να πετύχει σε έναν αγώνα. Και όταν παρασύρεις και άλλους, τότε λες τι σε έχω στη ομάδα και σαν αρχηγό; Δεν ξέρω αν όλα αυτά είναι αλήθεια. Αλλά αν είναι έτσι, καλά έκανε και κράτησε αυτή τη στάση ως προπονητής και βλέπω κι εγώ ότι σωστά έπραξε τελικά. Μέτρησε ότι είχε την υποστήριξη της διοίκησης. Πολλές φορές στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίστροφο, στηρίζεται ο ποδοσφαιριστής. Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό αυτό που έγινε. Και βλέπω ότι υπάρχει αντίδραση και από τους άλλους παίκτες. Δεν κάνεις τη δουλειά σου σωστά; Έξω! Οι παίκτες είδαν ότι δεν μπορούν να πάνε ενάντια στον προπονητή, όπως γινόταν τα προηγούμενα χρόνια. Βλέπουν ότι στηρίζεται ο προπονητής από τη διοίκηση, οπότε και εκείνοι πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους. Και τώρα, χωρίς τον Γκάρι Ροντρίγκες που έχει φύγει και είναι παικταράς, η ομάδα κερδίζει μέσα έξω. Αυτό τα λέει όλα».
- Μίλησέ μας τώρα για την καριέρα σου στον ΠΑΟΚ.
«Ήταν ένα όνειρο για μένα να παίξω στην Ελλάδα και στην ομάδα που αγαπούσα από μικρό παιδί. Ήμουν πάντα ΠΑΟΚτσής. Ο πατέρας μου, φόλα ΠΑΟΚτσής, με παρέσυρε. Το 1998, λοιπόν, μετακόμισα στην Ελλάδα. Ήταν μια εμπειρία ζωής. Ποδοσφαιρικά, βέβαια, δεν πέτυχα όσα θα ήθελα. Υπάρχουν πολλά φαινόμενα τότε στον ΠΑΟΚ. Στα 9.5 χρόνια στην ομάδα έζησα Βουλινό, Δεδεόγλου, Αλεξόπουλο, Μπατατούδη. Τέσσερις προέδρους και 17 προπονητές».
- Γι' αυτό και μιλάς τώρα για σταθερότητα...
«Ε, ναι. Δεν θα ξεχάσω, πάντως, ποτέ την Ελλάδα. Είμαι πολύ δεμένος με τη χώρα, είναι και η γυναίκα μου από εκεί. Και λυπάμαι για τις δύσκολες στιγμές που περνάει. Εύχομαι να βρει τον δρόμο της, διότι έχουμε την ομορφότερη χώρα. Ποδοσφαιρικά είχαμε κάποιες επιτυχίες, αλλά όχι αυτά που ήθελα εγώ ως ποδοσφαιριστής. Ωστόσο, έμαθα πολλά πράγματα για το ποδόσφαιρο, έμαθα για τους ανθρώπους. Πιο πολλά έμαθα για τα... εξωτερικά, παρά για τα εσωτερικά του ποδοσφαίρου. Αυτά, όμως, έχει η ζωή. Και βλέπουμε τώρα οι ποδοσφαιριστές στην Ελλάδα είναι μια χαρά, ζουν καλά, παίρνουν καλά λεφτά. Έτσι είναι, βέβαια, κάθε γενιά έχει τη δική της χάρη».
- Με τον κόσμο του ΠΑΟΚ είχες καλή σχέση, έτσι;
«Πάρα πολύ καλή. Ο ΠΑΟΚτσήδικος λαός είναι ένας λαός που έχει ταλαιπωρηθεί, με όλα όσα έχουν συμβεί, ειδικά την εποχή που ήμουν εγώ στην ομάδα. Ποτέ δεν είχα κανένα πρόβλημα. Η Τούμπα ήταν μια πολύ δυνατή έδρα και κάθε ομάδα που πήγαινε εκεί περνούσε δύσκολα. Και τώρα, βέβαια, δεν έχει αλλάξει τίποτα. Ο κόσμος μάς έδινε φτερά. Αν, όμως, δεν πήγαινε καλά η ομάδα, όλο αυτό γυρνούσε εναντίον σου και ήταν δύσκολο. Κοίτα, ο κόσμος του ΠΑΟΚ έχει καταλάβει ότι παλεύουμε με την Αθήνα και είναι δύσκολο. Όμως, ήταν ο δωδέκατος παίκτης μας. Ο λαός του ΠΑΟΚ έπαιρνε αγώνες μόνος του. Εμείς παίζαμε, αλλά ήταν σαν να έβαζαν τα γκολ αυτοί. Όποιος έχει ζήσει αυτή την έδρα, δεν πρόκειται να την ξεχάσει».
- Ανέφερες την Αθήνα. Εσύ θεωρείς ότι έχει βάση αυτό που λέγεται, ότι οι ομάδες της Αθήνας είναι ευνοημένες;
«Είναι λιγάκι... Εγώ, πάντως, σκεφτόμουν ότι ο ΠΑΟΚ έπρεπε να κοιτάξει τον εαυτό του. Και ας έχουν οι Αθηναίοι τη διαιτησία ή δεν ξέρω εγώ τι. Αν ο ΠΑΟΚ έχει καλή ομάδα, τότε και οι διαιτητές να είναι εναντίον του, δεν θα έχει κανένα πρόβλημα. Ωστόσο, το έζησα κι εγώ, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες δεν άφησαν την ομάδα να προχωρήσει όσο έπρεπε».
- Θέλω τώρα να μας πεις για το γκολ που σημείωσες στο Μαρακανά...
«Το 2000 έπαιζα στην Ελλάδα Μελβούρνης και πήραμε μέρος στο παγκόσμιο κύπελλο συλλόγων, ως πρωταθλητές Ωκεανίας. Είχαμε στο δικό μας γκρουπ τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Ντέιβιντ Μπέκαμ, την Κορίνθιανς και τη μεξικανική Νεκάξα. Χάσαμε από τους Μεξικανούς στο Μαρακανά 3-1 και έβαλα εγώ το γκολ. Ήταν κάτι απίστευτο, γιατί ως ποδοσφαιριστής ονειρεύεσαι να παίξεις σε τρία-τέσσερα γήπεδα του κόσμου και το Μαρακανά ήταν ο βασιλιάς των γηπέδων. Φοβερή εμπειρία. Και δεν έχει σκοράρει εκεί κανένας άλλος Έλληνας. Ήταν μια πολύ όμορφη διάκριση για εμένα. Να παίξω στο Μαρακανά, να βάλω και γκολ. Αξέχαστο».
- Υπάρχει κάτι που σου έχει μείνει αξέχαστο από τη θητεία σου στον ΠΑΟΚ;
«Στον ΠΑΟΚ ζήσαμε λίγες καλές στιγμές, αλλά ήταν πολύ έντονες. Πήγα το 1988 στην Ελλάδα και ήμουν στα γραφεία έτοιμος να υπογράψω το συμβόλαιο και άκουγα φωνές. Λέω "τι έγινε, για εμένα ήρθαν;" Και ήταν η κλήρωση του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ και είχαμε πέσει με τη Νάπολι. Η Νάπολι τότε με Μαραντόνα, Αλεμάο, Καρέκα. Ομάδα τρέλας. Εγώ έφυγα από την Αυστραλία με την αφίσα του Μαραντόνα στο δωμάτιό μου και σε έναν μήνα έπαιξα εναντίον του. Ήταν απίστευτο. Το έλεγα στους φίλους μου στην Αυστραλία, ήταν το κάτι άλλο. Όταν βάζεις και γκολ στο Καραϊσκάκη, βέβαια, και αυτές ωραίες στιγμές είναι!».
- Αν σε έπαιρνε κάποιος τηλέφωνο από τον ΠΑΟΚ και σου ζητούσε να προτείνεις έναν ποδοσφαιριστή από το αυστραλιανό πρωτάθλημα, ποιον θα έλεγες;
«Είναι παράξενο, γιατί ήταν στον Παναθηναϊκό, αλλά έχει έρθει εδώ ο Φορναρόλι και είναι ο καλύτερος παίκτης. Αλλά στον Παναθηναϊκό δεν πέτυχε. Βλέπω τον Μαρτίνες που έχει έρθει δανεικός από τον Ολυμπιακό. Παικταράς. Πας στο γήπεδο, πληρώνεις μόνο για να βλέπεις αυτόν. Στον Ολυμπιακό δεν έπιασε. Παίζουν ρόλο οι συνθήκες, οι συγκυρίες. Θα έλεγα τον Ρόχας, που παίζει στη Victory. Καλός παίκτης, τεχνίτης, γρήγορος. Το έχει. Πήγε στη Στουτγκάρδη, δεν πέτυχε. Ο Μπαρμπαρούσης πήγε στον Παναθηναϊκό και δεν πέτυχε. Δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει. Νομίζω ότι ελάχιστοι παίκτες μπορούν να πάνε στην Ελλάδα ή την Ευρώπη. Στην Ευρώπη έχει ανεβεί πολύ το επίπεδο, εδώ είναι αρκετά χαμηλό».
- Αν τώρα σε έπαιρναν τηλέφωνο από τον ΠΑΟΚ και σου έλεγαν «έλα εδώ να συζητήσουμε για να αναλάβεις προπονητής στην ομάδα», τι θα έκανες;
«Θα πήγαινα. Στον ΠΑΟΚ σίγουρα θα πήγαινα».
- Ακόμα και ως βοηθός του Ίβιτς, ας πούμε;
«Ναι, θα πήγαινα. Θα έφευγα από τη Μελβούρνη, 100%. Κανένα πρόβλημα, την ξέρω τη χώρα. Δεν είναι μόνο η ομάδα, είναι και οι συνθήκες. Γιατί πολλοί λένε "θα πας στην Ινδονησία να γίνεις προπονητής;". Δεν ξέρω αν θα το έκανα. Εκεί πας μόνο για τα λεφτά. Πας για δύο χρόνια, να βγάλεις καλά λεφτά και τελείωσε το θέμα».