Η σπάνια ιστορία του Ευγένιου Χατσερίδη!
SHARE:
Βρε, πώς περνάνε τα χρόνια; Μέρες που ήταν, δεν μπορεί να μην το ακούσατε. Κυκλοφορεί παντού και χρησιμοποιείται κυρίως από μεσήλικες συγγενείς στην αστική οικογένεια. Βγαίνει σε μορφή συμβουλής («περνάνε τα χρόνια και δεν έχεις κάνει τίποτα στη ζωή σου»), σε μορφή απελπισίας («περνάνε τα χρόνια και σε λίγο καιρό δε θα σε βλέπω πια»), αλλά και σε αναπτυξιακή μορφή («περνάνε τα χρόνια και πώς μεγάλωσες έτσι»). Τα χρόνια περνάνε, όμως, και στις μεταγραφές. Οι ομάδες μεγαλώνουν, προοδεύουν, αναπτύσσονται, αλλάζουν στόχους, ωστόσο μερικές φορές μένουν προσκολλημένες στους ίδιους στόχους. Άλλοτε επειδή οι «στόχοι» γίνονται πιο προσιτοί κι άλλοτε επειδή δεν κατάφεραν να βρουν κάτι καλύτερο.
Ήταν Ιανουάριος του 2013 και στο ρεπορτάζ των εφημερίδων γράφεται ο μεγάλος στόχος του Ιβάν Σαββίδη. Έλληνας ομογενής, ποντιακής καταγωγής, ο οποίος αγωνίζεται στην Ντιναμό Κιέβου και την Εθνική Ουκρανίας. «Ένα-δύο χρόνια πριν θα ήταν απλησίαστος», έγραφαν τα ρεπορτάζ «όμως τώρα που το συμβόλαιό του λήγει μπορεί να αποκτηθεί με μια πρόταση κοντά στα 2 εκ. ευρώ». Ναι, κάπως έτσι το φανταζόμασταν στην Ελλάδα.
Ο Γιεβχέν Χατσερίντι ή Ευγένιος Χατσερίδης κόστιζε, βέβαια, κοντά στα 6 εκ. ευρώ, εκείνον τον Ιανουάριο υπέγραψε 4ετές συμβόλαιο με την Ντιναμό, εννέα μήνες αργότερα το επέκτεινε ως το 2018 και, να, που τα χρόνια πέρασαν και ο Ουκρανός Τζον Τέρι (σ.σ. κυρίως λόγω της μονογαμικής καριέρας του) επέστρεψε στο προσκήνιο πιο… προσιτός από ποτέ. Ο 30χρονος αμυντικός μένει ελεύθερος το καλοκαίρι και ο ΠΑΟΚ φέρεται να τον προκρίνει ως κύρια λύση, μετά το διαφαινόμενο ναυάγιο με το Ροντρίγκο Μολέδο.
Υπόθεση… κίνητρο!
Η ιστορία του Ευγένιου Χατσερίδη είναι σπάνια. Η οικογένειά του είναι σπάνια, ο τρόπος που μεγάλωσε διαφέρει και η εμμονή του με την Ντιναμό Κιέβου αποδείχθηκε ευχή και κατάρα. Ευκαιρίες και αφορμές για να φύγει υπήρξαν πολλές… Η Σαχτάρ, μερικά τετράγωνα πιο πέρα στην Ουκρανία, έμοιαζε πάντοτε έτοιμη να τον υποδεχτεί. Σε τιμωρίες, σε καυγάδες, σε τραυματισμούς και κακές στιγμές ήταν πάντα διαθέσιμη για τον κεντρικό αμυντικό της αντιπάλου της. Και ας μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι ο μπαμπάς Λουτσέσκου εκτιμούσε τον ποδοσφαιριστή… Μπορεί να σημαίνει πολλά για τον υιό και κατ’ επέκταση για τον ΠΑΟΚ.
Το πρόβλημα ήταν πάντα ο Ευγένιος. Όνειρό του ήταν να παίξει στο εξωτερικό. Οι προτάσεις δεν έλειπαν. Ερχόταν η Έβερτον, την απέρριπτε. Ερχόταν η Γαλατασαράι, έριχνε πόρτα. «Δεν πρόκειται να πάω σε σύλλογο μικρότερου βεληνεκούς από την Ντιναμό», έλεγε. «Προτιμώ να μείνω εδώ και να κατακτήσω τα πάντα». Και κάπως έτσι πέρασαν εννέα χρόνια της ζωής του, έχασε πολλές ευκαιρίες να φύγει στο εξωτερικό και στα 30 του, πριν μερικούς μήνες δήλωνε: «Δεν έχω γεράσει. Ακόμα ονειρεύομαι να παίξω σε σπουδαίο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα».
Γράφτηκε πως αυτή η επιθυμία τού δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στη διάρκεια της προηγούμενης σεζόν. Οι σχέσεις του με τον Σεργκέι Ρεμπρόφ πέρασαν μεγάλη κρίση, η Ντιναμό έψαχνε παίκτη για την άμυνα, ο Χατσερίδης δεν είχε πλέον κίνητρο και αδιαφορούσε στις προπονήσεις, μέχρι που είχε φτάσει στο σημείο να ζητήσει από τον προπονητή του να μην κάνουν με τόση ένταση! Τιμωρήθηκε με πρόστιμο, υποβιβάστηκε για μερικές ημέρες στη δεύτερη ομάδα και δεν έπαιξε σχεδόν καθόλου μέχρι το καλοκαίρι.
Η αλλαγή στην τεχνική ηγεσία της Ντιναμό επανέφερε τον Γιεβχέν, ο οποίος όμως ήταν πλέον αποφασισμένος ότι θα έπαιζε για τελευταία χρονιά στην Ντιναμό. Μια ολόκληρη δεκαετία. Το 2008 τον απέκτησε η ομάδα του Κιέβου έναντι 700 χιλιάδων ευρώ, την 1η Μαρτίου εκείνου του έτους έκανε ντεμπούτο και δέκα χρόνια αργότερα φαίνεται ότι θα αποχαιρετήσει την ομάδα, αλλά και την πόλη που πέρασε το ένα τρίτο της ζωής του. Όσα είχαν συμβεί στα προηγούμενα δύο τρία είναι εξίσου ενδιαφέροντα.
Η μακρινή Ελλάδα του 2004!
Η Ραΐσα Ιβάνοβα είναι μια περήφανη γυναίκα 75 ετών. Λίγο καιρό πριν είχε τα γενέθλιά της και χρειάστηκαν δύο αχθοφόροι θα να μεταφέρουν το δώρο, το οποίο με το ζόρι θα χωρούσε στο μικρό της διαμέρισμα. Ο εγγονός της δεν ξεχνούσε ποτέ τα γενέθλια της Ραΐσα και για αυτή την ξεχωριστή ημέρα αποφάσισε να της στείλει 500 μεγάλα τριαντάφυλλα.
«Τον πήρα τηλέφωνο και του είπα πως και 75 μια χαρά θα έκαναν τη δουλειά», θα πει γελώντας, μια ακμαιότατη – παρά την ηλικία της – γυναίκα, η οποία περνάει χρόνο χαζεύοντας το άλμπουμ με τα δισέγγονά της και απαντώντας ερωτήσεις για τον διάσημο εγγονό της. Εκείνη ήταν, που μετά το διαζύγιο των γονιών του Ευγένιου, θα αναλάμβανε να τον μεγαλώσει. Η μητέρα του έφυγε στο εξωτερικό για να δουλέψει και ο πατέρας του δεν μπορούσε να τον αναθρέψει μόνος του. Αμφότεροι είχαν πρόβλημα ακοής. Ο ελληνικής καταγωγής πατέρας του εκ γενετής δεν άκουσε και δεν μίλησε, ενώ η μητέρα του είχε 80% κώφωση, ωστόσο μπορούσε να μιλήσει.
«Έχω μάθει από την παιδική μου ηλικία να επικοινωνώ μαζί τους στη νοηματική, δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Υπάρχει το ειδικό βιβλίο, η αλφάβητος και το διάβασα από μικρός. Ίσως αργότερα στη ζωή μου να μην μπορούσα να το κάνω», εξηγεί ο Χατσερίδης, ο οποίος διατηρεί σχέσεις με τον πατέρα του, αλλά ουδέποτε είχε σχέσεις με την Ελλάδα. «Είμαι 100% Ουκρανός. Δεν ξέρω τίποτα για την Ελλάδα, δεν έχω πάει ποτέ και παρότι καμιά φορά με πειράζουν, δεν με πειράζει. Έχει πλάκα». Μοναδική εξαίρεση το Euro το 2004, όταν ο Ευγένιος υποστήριζε την Εθνική μας, αλλά πάλι ποιος δεν την υποστήριζε τότε;
Η γιαγιά του υποχρεωτικά μπαίνει και πάλι στην εξίσωση για να διηγηθεί την ιστορία του Ευγένιου και την πρόοδό του στο ποδόσφαιρο. «Πήγαινε στο σχολείο και ανυπομονούσε για την ώρα της γυμναστικής. Κάθε μέρα το ίδιο. Καθόταν ήσυχος στα υπόλοιπα μαθήματα, μόνο και μόνο για να μην τον βάλουν τιμωρία και χάσει το ποδόσφαιρο», θυμάται η Ραΐσα για τα χρόνια το Μελιτοπόλ, μια πόλη κοντά στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας.
Δέκα χρονών πήγε στην πρώτη του ομάδα και μέχρι τα 17 του χρόνια ουδείς έδινε σημασία στο ταλέντο του. Οι παράγοντες της άσημης Όλκομ είχαν στείλει επιστολή στην ομοσπονδία για να καλέσουν τον Ολεξέι Μιχαϊλιτσένκο να παρακολουθήσει τον νεαρό, ταλαντούχο αμυντικό, ωστόσο εκείνος δεν μπήκε στον κόπο να ταξιδέψει. Η καριέρα του έμοιαζε να τελειώνει νωρίς, όταν πέρασε έξι ανεπιτυχείς μήνες στην Ζαπορίζιε, η οποία τον έστειλε πίσω στην Όλκομ. Ο Ιβάν Μάρουσακ θα ήταν ο άνθρωπος που θα έκανε τη διαφορά.
«Κανείς δεν τον ήθελε. Όλοι έλεγαν ότι ήταν ατσούμπαλος και ασυμβίβαστος», διηγείται και τη σκυτάλη παίρνει ο Ευγένιος. «Κάθισε απέναντί μου και μου είπε: Θες να παίξεις ποδόσφαιρο; Φορούσα σαγιονάρες, αλλά με πήρε στο πούλμαν της ομάδας για έναν αγώνα στην Κριμαία. Μου έδωσαν παπούτσια να φορέσω και δεν ήταν καν στο νούμερό μου. Όλοι με κοιτούσαν και γελούσαν μαζί μου στο πρώτο ματς. Εγώ, όμως, άρχισα να βελτιώνομαι. Όχι κάθε μέρα, κάθε ώρα που περνούσε».
Έξι μήνες μετά κατάφερε μέσω γνωστών να κερδίσει μια δοκιμή στην Ντιναμό. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Η επαναλαμβανόμενη ιστορία του «πώς περνάνε τα χρόνια»…