Δημήτρης Καπετανόπουλος: «Το μεγάλο παράπονό μου από τον ΠΑΟΚ…»
SHARE:
Ο Αργείτης βετεράνος ποδοσφαιριστής ανατρέχει στην επτάχρονη διαδρομή του με την ασπρόμαυρη φανέλα.
«Πιο πολλές ήταν οι πιθανότητες να πήγαινα στον Ηρακλή. Με είχε δει σε πολλά παιχνίδια με τον Παναργειακό ο Τέλης Μπατάκης και με ήθελε στον Ηρακλή» θυμάται ο ίδιος. Και συνεχίζει: «Στον Παναργειακό, όμως, ήταν προπονητής ο Άγγελος Αναστασιάδης, ο οποίος είχε προτείνει στον ΠΑΟΚ τόσο εμένα, όσο και τον Μπλένταρ Κόλα (σ. σ. Αλβανός χαφ, ο οποίος δύο χρόνια μετά πήγε στον Απόλλωνα Αθηνών, συνεχίζοντας σε Παναθηναϊκό και ΑΕΚ), που καλύπταμε όλη την αριστερή πλευρά. Ο τότε πρόεδρος του Παναργειακού είχε αυξημένες οικονομικές απαιτήσεις για την παραχώρηση και των δύο μας, και τελικά ο ΠΑΟΚ απέκτησε εμένα, μια και αναζητούσε αριστερό μπακ».
Πώς ήταν η προσαρμογή σου στον ΠΑΟΚ;
«Πολύ ομαλή. Όλοι οι συμπαίκτες μου ήταν δεκτικοί, ήταν η φουρνιά των Λαγωνίδη, Μαλιούφα, Μπορμπόκη, Τουρσουνίδη, Αλεξίου. Είχα κάνει και καλή προετοιμασία στην Αυστρία, με προπονητή τον Πέτροβιτς και βοηθό τον Κοκότοβιτς. Είχα την ατυχία, όμως, παραμονές του πρώτου αγώνα με την Παρί Σεν Ζερμέν, να τραυματιστώ στο ματς με τον ΟΦΗ (σ. σ. κάταγμα στον 5ο αυχενικό σπόνδυλο) και να μείνω εκτός αγώνων για σχεδόν ένα μήνα. Αρχικά δεν είχα αντιληφθεί τη σοβαρότητα του τραυματισμού, μάλιστα θα πήγαινα και στη Γαλλία, αλλά ήταν ο γιατρός, ο Παναγιώτης Γιγής, που μου είχε πει ότι αν δεν έκανα αξονική, δεν θα μ’ άφηνε να ταξιδεύσω».
Ποιος ήταν ο αντίκτυπος της ευρωπαϊκής τιμωρίας μετά τη ρεβάνς με την Παρί μέσα στην ομάδα;
«Ήταν μια μεταβατική περίοδος, είχαν φύγει μεγάλα ονόματα, ο Σκαρτάδος κι ο Μητσιμπόνας. Ακολούθησε ριζική ανανέωση, από τη στιγμή που εξέλειπε η προοπτική της Ευρώπης. Ηρθαν παίκτες κατά κύριο λόγο από ομάδες Β΄ εθνικής, παίκτες, δηλαδή, όχι πρώτης γραμμής, με αποτέλεσμα να πέσει μεγάλο βάρος στις πλάτες των παικτών, που είχαν παραμείνει. Οι ξένοι παίκτες ήταν αμφιβόλου αξίας και, σίγουρα, όχι από το πάνω ράφι, αλλά από το πολύ κάτω… Εξαίρεση αποτέλεσαν οι Μπότζιεκ και Φαν Ρόι, που είχαν παίξει, με προπονητή τον Χάαν τη σεζόν 1994-95, και είχαν βοηθήσει, έτσι ώστε τουλάχιστον να «σβήσουμε» την ευρωπαϊκή τιμωρία».
Ήταν ο Χάαν ο βασικός ‘υπεύθυνος’ για την αγωνιστική ανάταση του ΠΑΟΚ εκείνη τη σεζόν;
«Ναι, εκείνος ήταν ο αναμορφωτής. Είχε αλλάξει και το σύστημα της ομάδας, αρχίζαμε να παίζουμε ζώνη, μια και μέχρι τότε παίζαμε με λίμπερο. Ειδικά στα ματς της Τούμπας ήμασταν δυνατοί, χωρίς ήττα, με δεκατρείς νίκες και τέσσερις ισοπαλίες, και μόνο τρία γκολ παθητικό. Στα εκτός έδρας ματς δεν ήμασταν το ίδιο αποτελεσματικοί, ήταν και… δύσκολα χρόνια, λόγω διαιτησίας».
Την αμέσως επόμενη σεζόν ο ΠΑΟΚ τερμάτισε πολύ χαμηλά. Υπήρξε ο φόβος στα αποδυτήρια ότι η ομάδα θα μπορούσε ακόμη και να υποβιβαστεί;
«Η αλήθεια είναι ότι υπήρξαν κάποια πολύ οριακά παιχνίδια. Ένα από εκείνα τα ματς ήταν και με τον πολύ καλό Απόλλωνα Αθηνών εκείνης της σεζόν, τον οποίο είχαμε υποδεχθεί στο Βόλο, αφού η έδρα μας ήταν τιμωρημένη. Είχα ανοίξει το σκορ με εκτέλεση φάουλ, είχα κερδίσει και το πέναλτι, με το οποίο ο Γιουκούδης είχε κάνει το 2-0, τέλος πάντων ήταν μια δύσκολη, όσο και σημαντική νίκη με 2-1. Όταν, όμως, επιστρέψαμε στη Θεσσαλονίκη, θυμάμαι μας περίμενε κόσμος, που μας έλεγε ‘γιατί κερδίσατε, εμείς θέλουμε να φύγει ο Βουλινός’. Πολύ δύσκολη σεζόν, κέρδιζες και τ’ άκουγες, έχανες κι έτρωγες ξύλο…Μπορεί όντως και να πέφταμε κατηγορία, αλλά σε καθοριστικά ματς μέτρησε, αυτό που λέμε, η φανέλα και το μέταλλο της ομάδας, κερδίζοντας αντιπάλους, που ήταν, αν όχι καλύτεροι, τουλάχιστον ισάξιοί μας».
Τη σεζόν 1997-98 βίωσες εντελώς αντίθετα συναισθήματα…
«Τα καλύτερα χρόνια για τον ΠΑΟΚ, τα χειρότερα για μένα. Στο τέλος της σεζόν 1996-97 χρειάστηκε να κάνω μια επέμβαση στο γόνατο, προκειμένου να καθαρίσω το χόνδρο. Βρισκόμουν στο στάδιο της αποκατάστασης, όταν η κόρη μου διαγνώστηκε με λευχαιμία. Έφυγα αμέσως από την προετοιμασία της ομάδας για να πάω στην Αθήνα, στο νοσοκομείο παίδων «Αγία Σοφία», όπου παρέμεινα για ενάμισι μήνα. Σ΄ αυτό το διάστημα δεν είχα κάνει απολύτως τίποτα με την ομάδα, ούτε και με το γόνατό μου, για αυτό και δεν αποκαταστάθηκε ποτέ μετά. Κι αν δεν ήταν ο Άγγελος Αναστασιάδης, μπορεί να μην έπαιζα ποτέ ξανά ποδόσφαιρο. Άρχισε και μ’ έβαζε στην ομάδα με ελάχιστες προπονήσεις, μια και πηγαινοερχόμουν στην Αθήνα. Ήταν μια πολύ δύσκολη κατάσταση για μένα. Κι αν στάθηκα όρθιος, το οφείλω σ’ εκείνη τη διέξοδο, που είχα με την ομάδα. Μέσα από τα παιχνίδια ξέφευγα για λίγο, αλλά μετά γύριζα στην Αθήνα και στα νοσοκομεία».
Ποια ήταν η βοήθεια της ΠΑΕ στη μεγάλη προσωπική σου περιπέτεια;
«Από τον ανώνυμο φίλαθλο κόσμο του ΠΑΟΚ είχα αμέριστη συμπαράσταση, και για αυτό, τους έχω ευχαριστήσει πάρα πολλές φορές. Είχε γίνει και φιλικό παιχνίδι στην Τούμπα προς οικονομική μου συμπαράσταση, με τη συμμετοχή μεικτών ομάδων από Ελληνες και ξένους παίκτες (σ. σ. μεταξύ άλλων κι οι Μανωλάς, Σαραβάκος, Καραπιάλης, Ιλια Ιβιτς, Βάντσικ). Το παιχνίδι είχε γίνει την Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 1997, την ημέρα, που είχε πέσει το Γιάκοβλεφ (σ. σ. ένα ουκρανικό επιβατικό αεροπλάνο, προερχόμενο από το Κίεβο, που κατέπεσε στα Πιέρια Όρη, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους και οι 74 επιβαίνοντες, μεταξύ εκείνων 34 Ελληνες). Στην επιστροφή το ίδιο βράδυ στην Αθήνα, βρισκόμασταν μέσα στο αεροπλάνο και καθυστερούσε η απογείωση. Μέχρι που πήγε ο Μανωλάς στο πιλοτήριο και μας μετέφερε το λόγο εκείνης της καθυστέρησης… Από την ΠΑΕ είχα… μηδέν οικονομική βοήθεια, κι αυτό είναι το μεγάλο παράπονό μου. Στενοχωριέμαι που το λέω, αλλά αν ήμουν παίκτης άλλης ΠΑΕ, μπορεί ο κόσμος να μην μάθαινε ποτέ το πρόβλημά μου. Αναγκαστήκαμε τότε να το δημοσιοποιήσουμε γιατί υπήρχε τεράστιο οικονομικό ζήτημα, μια κι έπρεπε να γίνουν πολλά πράγματα. Η συμπεριφορά της ΠΑΕ ΠΑΟΚ στο πρόσωπό μου ήταν επιεικώς απαράδεκτη. Δεν θα ήθελα να πω περισσότερα γιατί κάποιοι άνθρωποι έχουν φύγει και από τη ζωή. Το αποκορύφωμα ήταν να με διώξουν από την ομάδα, ενώ επί σχεδόν ένα χρόνο με κορόιδευαν ότι είχα ήδη ανανεώσει. Ο Ολιβάρεζ είχε κλείσει στον Παναθηναϊκό κι έκανε πολλά… τερτίπια, μέχρι που μετά από ένα παιχνίδι με τον Πανηλειακό ο Μπατατούδης με κάλεσε να ανανεώσουμε τη συνεργασίας μας. Συμφωνήσαμε για τρία χρόνια, αλλά από το Δεκέμβριο του 1998, που έγινε εκείνη η συζήτηση, μέχρι το καλοκαίρι που ακολούθησε, δεν είχα υπογράψει. Φθάσαμε τελευταία αγωνιστική με τον Πανιώνιο στην Τούμπα και έλεγα ότι αν δεν δω τον Μπατατούδη, δεν παίζω. Τελικά μίλησα μαζί του, μέχρι που τρεις ημέρες μετά ο Σταύρος Σαράφης μου ανακοίνωσε την απόφαση της ΠΑΕ, που ήταν να μείνω ελεύθερος τιμής ένεκεν».
Εχεις εξήγηση για εκείνη τη συμπεριφορά προς το πρόσωπό σου;
«Ειλικρινά δεν την είχα καταλάβει. Ήμουν βασικός παίκτης για επτά χρόνια. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να φύγω από την ομάδα, βάσει της προσφοράς μου στον ΠΑΟΚ, αλλά και της κατάστασης, που είχε διαμορφωθεί με το παιδί μου. Ήταν μια απάνθρωπη συμπεριφορά, τέτοια που δεν την επιφυλάσσεις ούτε στο χειρότερο εχθρό σου. Να έχεις προσφέρει επί δύο χρόνια, όταν το παιδί σου είναι ετοιμοθάνατο στο νοσοκομείο και στο τέλος να σε πετάνε σαν σκυλί. Είναι κάτι που το φέρω βαρέως. Λέω, όμως, και πάλι ότι αναφέρομαι στην τότε ΠΑΕ. Αν ήταν ο Ιβάν Σαββίδης, δεν νομίζω ότι θα συνέβαιναν ποτέ τέτοια πράγματα. Οι άνθρωποι, που διοικούσαν τότε τον ΠΑΟΚ, ήταν, απλά, τραγικοί. Φυσικά, δεν προσωποποιείς τον ΠΑΟΚ σε καμία διοίκηση. Ο ΠΑΟΚ υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει πριν και μετά από κάθε διοίκηση».
Από την άλλη, θα ξεχώριζες κάποια στιγμή ως την πιο ευχάριστη για σένα στον ΠΑΟΚ;
«Θα μπορούσα να πω την πρόκριση επί της Άρσεναλ, αλλά, ειλικρινά, εξαιτίας της κατάστασης της κόρης μου, τότε δεν συνειδητοποιούσα τίποτα. Οπότε, θα σταθώ σε μια νίκη με 3-0 επί του Ολυμπιακού τη σεζόν 1994-95, όταν είχα πετύχει το τρίτο γκολ στις αρχές του δεύτερου ημιχρόνου (σ. σ. από το 44΄ ο ΠΑΟΚ έπαιζε με παίκτη λιγότερο εξαιτίας αποβολής του Λαγωνίδη)».
Ποιους θα ξεχώριζες απ’ όλους τους προπονητές, που είχες στον ΠΑΟΚ;
«Τον Χάαν και τον Αναστασιάδη, και σαν προσωπικότητες, και σαν προπονητές. Ο Πέτροβιτς με είχε καθιερώσει στην ομάδα, ήταν όμως από τους προπονητές της παλιάς σχολής, δούλευε σκληρά, αλλά από θέμα κατεύθυνσης και καθοδήγησης μέσα στο γήπεδο, λίγα πράγματα».
Και για τον Θωμά Βουλινό, τι θα έλεγες;
«Προσωπικά με βοήθησε πολύ, με την έννοια ότι μ’ επέλεξε να έρθω στον ΠΑΟΚ. Πανέξυπνος άνθρωπος, πολύ καλός επιχειρηματίας. Ήταν, όμως, κι αντιδραστικός, κάποια πράγματα θα μπορούσε να τα είχε διαχειριστεί διαφορετικά, προκειμένου να μην είχε την ένταση στις σχέσεις με τους οπαδούς. Τότε κάποιοι άνθρωποι έκαναν κουμάντο και διαχειρίζονταν όλη την κερκίδα, θέλοντας να έχουν άποψη για όλα. Εκείνο που συνέβη στη ρεβάνς με την Παρί, θεωρώ ότι δεν ήταν τυχαίο».