Περί… Εθνικής ο λόγος!
SHARE:
Ποτέ δεν ήμουν θαυμαστής της Εθνικής Ελλάδος. Για την ακρίβεια τη σιχαινόμουν και αυτήν, και τις… ρίζες της. Και το αποκορύφωμα της αποστροφής μου αυτής, ήταν το καλοκαίρι του 2004, όταν καθώς φαίνεται βάλθηκαν τα αστέρια να μου αποδείξουν ότι πρέπει να λουστώ όλα τα στραβά ένστικτα του Έλληνα, που προσπαθούσα να αποφύγω, ματαίως.
Και μετά το ξακουστό κατόρθωμα του euro, έρχονταν οι Ολυμπιακοί.
Ωιμέ.
Τέτοιο ατελείωτο παραλήρημα για τα προτερήματα ενός λαού, και τόσες ατελείωτες επαναλήψεις του «μας αρέσει που είμαστε Έλληνες», δεν πρέπει να έχει ξανασυμβεί στο μάταιο τούτο κόσμο. Ξεκάθαρα σφηνωμένο στο κεφάλι μου το ερώτημα : Μα καλά, δεν βλέπουν την ξευτίλα να έρχεται; Σε αθλητικό και όχι μόνο επίπεδο…
Καθώς φαίνεται, κάποιοι έβλεπαν, κάποιοι όχι. Στο τέλος, σε ένα κουβά κολυμπήσαμε. Και για όλα φταίνε οι Ελοχίμ. Οι εβραίοι. Οι Κούρδοι. Πάντως όχι εμείς.
Έτσι και στο ποδόσφαιρο, το «εθνικό» μας προϊόν, δηλαδή η εθνική Ελλάδας, ως αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, μου γεννούσε από τότε πολύ μεγάλα συναισθήματα, αρνητικής χροιάς. Κανείς δεν αντιλέγει πως το κατόρθωμα εκείνο, προ 8ετίας, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα που έχει αντικρύσει το ποδοσφαιρικό και όχι μόνο στερέωμα.
Πόσοι όμως μπορούν πραγματικά να ισχυριστούν πως εκείνη η ομάδα ήταν αποτέλεσμα μιας πραγματικής προσπάθειας, αποτέλεσμα κόπων και ρίσκων;
Μάλλον κανείς. Και γι αυτό άλλωστε η ομάδα εκείνη, καθώς και οι μετέπειτα, δεν κέρδισαν τον πραγματικό σεβασμό πολλών αντιπάλων κι ακόμα περισσότερων συμμάχων…
Οι συνθήκες μέσα από τις οποίες παρήχθη η ομάδα εκείνη, κάθε άλλο παρά ποιοτικές και φίλαθλες μπορούν να χαρακτηριστούν. Η πραγματικότητα του Ελληνικού αθλητισμού ήταν, και μάλλον είναι ακόμη, μια χαβούζα. Ένας βόθρος που καταπίνει οτιδήποτε αξιόλογο περνά από τη σφαίρα επιρροής του.
Πως λοιπόν θα περιμένατε, κύριοι, να τρέφω σεβασμό προς εκείνη την ομάδα και τις πιθανές επιτυχίες της;
Πως θα περιμένατε να εκστασιάζομαι με «εθνικές» νίκες, που δεν μεταφέρουν την παραμικρή άνθιση στα ενδότερα του Ελληνικού αθλητισμού;
Σήμερα, αρκετά χρόνια μετά το διαολεμένο εκείνο καλοκαίρι, οι συνθήκες έχουν αλλάξει σε αρκετά επίπεδα στην Ελληνική κοινωνία.
Το ατελείωτο πανηγύρι έχει λάβει πανηγυρικά τέλος, αλλά η «μπάλα» πήρε αρκετούς στο πέρασμά της. Αρκετούς που δεν έφταιγαν…
Σε ότι αφορά την Εθνική, τολμώ να πω πως, πλέον, πολύ περισσότερο σεβασμό εμπνέει με τη σύστασή της, την παρουσία και μαχητικότητά της, μα και με τα ήθη που επικρατούν στο εσωτερικό της.
Πλέον, δεν νομίζω πως μεταξύ των παικτών επικρατεί η ψευδεπίγραφη εκείνη «αγάπη» και συναδελφικότητα που δήθεν υπήρχε παλιότερα.
Πλέον, κυρίως μετά την έλευση του Φερνάντο Σάντος, θεωρώ πως έχουν επικρατήσει πιο ήπιες τάσεις, καθώς και μια σοβαρότερη προσέγγιση αλλά και πίστη για νίκες.
Δεν αποτελεί πλέον πυροτέχνημα η πραγματικά θετική παρουσία της Εθνικής Ελλάδας στα γήπεδα της Πολωνίας. Καθότι στηρίζεται σε σαφώς πιο στέρεες βάσεις, μα και σε σοβαρότερους παίκτες, αποτέλεσμα αρκετών προσπαθειών.
Δεν είναι λοιπόν η ατέρμονη ΠΑΟΚοφροσύνη μου, που με ανάγκαζε να αντιπαθώ την Εθνική Ελλάδας τα προηγούμενα χρόνια.
Ούτε και κανενός είδους εθνικοφροσύνη που με οδηγεί στο να εκτιμώ και να χαίρομαι να βλέπω την τωρινή Εθνική.
Ήταν η –μικρή- αντίσταση που πολλοί από εμάς θέλαμε να προβάλλουμε στην κατρακύλα της Ελλάδας, που μας οδηγούσε στη γκρίνια όταν οι άλλοι χαίρονταν.
Και είναι η ικανοποίηση της σοβαρής προσπάθειας, έστω κι αν συνδυάζεται με αποτυχία, που μας οδηγεί σε ένα «μπράβο» κι ένα «ευχαριστώ» προς τους παίκτες της Εθνικής, για την φετινή τους πορεία.
Όπως και στον αθλητισμό, έτσι και στην κοινωνία, η κρίση που μας έχει πλήξει, για μένα δεν είναι κατάρα εξ ουρανού. Δεν είναι καταστροφή ούτε και το τέλος.
Είναι μια τεράστια ευκαιρία να βρει η Ελλάδα το δρόμο της.
Να φύγει από τις φαντεζί κατακτήσεις δίχως υπόβαθρό και τις διακρίσεις που λίγοι σέβονται. Να ξεχαστεί η Ελλάδα και ο αθλητισμός του μπουζουκιού και της λεζάντας.
Και να θυμηθεί πως υπάρχει και η άλλη Ελλάδα.
Χωρίς φανταχτερά… μπουμπούκια (διαφόρων ειδών), αλλά με σταθερότερες ρίζες…
Στα γήπεδα της Ευρώπης η Ελλάδα και οι σύλλογοί της (με μπροστάρη πλέον τον ΠΑΟΚ), δείχνουν δείγματα των ικανοτήτων αλλά και της σοβαρότητας τους.
Στο εσωτερικό, πότε;
ΥΓ. Κλασσικό παράδειγμα της «παλιάς» αντίληψης στον αθλητισμό, είναι για μένα ο Σωτήρης Νίνης. Επηρεασμένος από την απαρχαιωμένη λειτουργία των αποδυτηρίων του Παναθηναϊκού, που σε τίποτα δεν θυμίζει σοβαρό σύλλογο εδώ και χρόνια, αφού στηρίζεται μόνο στην κεκτημένη ταχύτητα και την άνωθεν «αβάντα», αποτελεί στα 25 του χρόνια έναν συνταξιούχο παίκτη, που ουδέποτε δικαιολόγησε τον ντόρο γύρω απ το όνομά του, αδυνατώντας έστω να τρέξει ή να πιέσει. Δεν είναι ζήτημα φυσικής κατάστασης ή δυνάμεων. Είναι ζήτημα χαρακτήρα και σθένους. Και τέτοιους α-σθενείς παίκτες και ανθρώπους, η Ελλάδα και η Εθνική Ελλάδος δεν τους χρειάζεται. Ούτε αυτούς, ούτε το jet-set τους…