Η ζωή και η καριέρα του θρυλικού Γιώργου Κούδα
SHARE:
Μέγας Αλέξανδρος: Ο ηγεμόνας της Πανελλήνιας Συμμαχίας και άφθαστος στρατηλάτης που εκστράτευσε ως τα βάθη της Ασίας, την Αίγυπτο και την Ινδία για να εξαπλώσει παντού την αυτοκρατορία του.
«Μεγαλέξανδρος»: Ο γίγαντας του ΠΑΟΚ και του μακεδονικού ποδοσφαίρου, ένας εκ των κορυφαίων εκπροσώπων του ελληνικού αθλητισμού.
Σεμνός, ευγενικός, φιλόξενος, αριστοκράτης, αρχοντικός... Μερικές από τις λέξεις που χαρακτηρίζουν τον Γιώργο Κούδα, ο οποίος με υποδέχθηκε στον επαγγελματικό του χώρο.
Δεν χρειάστηκαν περισσότερα από 2 λεπτά για να αισθανθώ άνετα και να διαπιστώσω ότι η μακεδονική εκτίμηση προς την Κρήτη (αμοιβαία είναι αυτά) διατηρείται απέραντη από τα προχριστιανικά χρόνια.
Ουσιαστικά, έγινε ένα διάλειμμα από τη συζήτηση για να στηθούν τα πολύτιμα εργαλεία της δουλειάς του Στέργιου Φουρκιώτη και αμέσως μετά να αρχίσει η συνέντευξη του Γιώργου Κούδα στο Sport-Retro.gr.
Τι θα ακούσετε μεταξύ άλλων; Την παραστατική περιγραφή των παιδικών του χρόνων, τη συγκλονιστική φράση που του είπε ο πατέρας του όταν επρόκειτο να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη το 1968, την εξιστόρηση των πεπραγμένων ενός εκ των κορυφαίων συνόλων του ελληνικού ποδοσφαίρου: του ΠΑΟΚ της δεκαετίας του 1970.
Τι θα δείτε μεταξύ άλλων; Τη φανερή συγκίνησή του στο άκουσμα του ονόματος «Δημήτρης Παρίδης», τη λάμψη στα μάτια όταν αναφέρθηκε στους αγώνες με την Μπαρτσελόνα και τον Γιόχαν Κρόιφ, την αγνή αγάπη για τον «δικέφαλο» και το παλιό καλό ελληνικό ποδόσφαιρο.
-Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια όσον αφορά στο παιχνίδι;
«Εκείνη την εποχή ήταν περιορισμένα τα ενδιαφέροντα και, πολύ περισσότερο, τα βαλάντια. Το εισιτήριο του κινηματογράφου είχε ισχύ για μιάμιση ώρα, ενώ η μπάλα για όλη την ημέρα. Το πρώτο πράγμα που ζήτησα από τον νονό μου ήταν να μου πάρει μια καλή λαστιχένια μπάλα, γιατί συνήθως φτιάχναμε αυτοσχέδιες με χαρτιά και με πανιά.
Απέκτησα την πρώτη μπάλα σε ηλικία 7 ετών. Ο αδερφός μου ήταν 4 χρόνια μεγαλύτερος, η αδερφούλα μου δεν είχε γεννηθεί ακόμα. Είχαμε μια αλάνα σε εκείνη τη γειτονιά που λεγόταν πλατεία της Παλιάς Λαχαναγοράς. Εκεί, όταν έφευγαν τα κάρα και τα ζώα μετά τις 18:00, περνούσε η ποτιστήρα του Δήμου και έβρεχε το χωμάτινο «γήπεδό» μας. Αυτό ήταν το σημείο συγκέντρωσης των παιδιών από 7 έως 12 χρονών. Γίνονταν δύο ομάδες και παίζαμε».
-Σε ποια ηλικία ενταχθήκατε στις ακαδημίες του ΠΑΟΚ;
«Ήταν ίσως ευτύχημα που ένιωσα από πολύ μικρός τον φίλαθλο κόσμο. Σε αυτήν την πλατεία όταν σχολούσαν όσοι δούλευαν στην Παλιά Λαχαναγορά, έρχονταν για να δουν εμάς τα παιδιά να παίζουμε μπάλα. Είχαμε δηλαδή ένα κοινό. Σε ηλικία 12 ετών έρχεται κάποιος κύριος και μου λέει 'θες να πας να παίξεις μπάλα;' Λέω 'πού;'. Μου λέει 'στον ΠΑΟΚ'. Λέω 'βεβαίως'.
Με είχε πάει στο γήπεδο του Σιντριβανίου, το οποίο όμως είχε πάθει καθίζηση και δεν έπαιξα για πρώτη φορά εκεί. Μετά την καθίζηση αυτή είχε αρχίσει να φτιάχνεται το γήπεδο της Τούμπας, το 1957-1958, και τον Σεπτέμβριο του 1958 -τότε πρέπει να ήταν- μου πλήρωσε τα ναύλα, με πήγε στην Τούμπα και με διάλεξε ο προπονητής, ο «Βίλι» (σ.σ. ο Βίλχελμ Σέφτσικ με τα περίφημα τσικό).
Με δοκίμασε, ήρθε το τρίποδο από την Κάτω Τούμπα, φωτογραφία, 'σπάσε μια υπογραφούλα', 'καπάντζα (σ.σ. σημαίνει «παγίδα»), πιάσε και το πουλάκι'. Αυτά είναι λόγια ενός παράγοντα που ήταν υπεύθυνος γι' αυτά, του Βασίλη του Σιδηρόπουλου. Υπέγραψα το δελτίο κι από τότε ήμουν μέλος της οικογένειας του ΠΑΟΚ».
«Ήμουν το... Ούζο 12»
-Συμπέσατε με τα εγκαίνια του γηπέδου της Τούμπας.
«Ναι. Τον Σεπτέμβριο του 1959 ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής έκανε τα εγκαίνια. 'Όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στην Τούμπα'. Αυτό ήταν το σύνθημα του Φλόκα, ο οποίος είχε πάρει το κυλικείο. Κι εγώ στο πρώτο φιλικό του γηπέδου, ΠΑΟΚ-ΑΕΚ, ήμουν το... Ούζο 12. Δεν κάνουμε διαφήμιση, αλλά φορούσα το φανελάκι που έγραφε Ούζο 12. Ήμουν ball boy, όπως το ονομάζουμε σήμερα».
-Ποια ήταν τα ινδάλματά σας;
«Μεγάλωσα στα χέρια του Λέανδρου Συμεωνίδη, του Λάμπη Κουιρουκίδη, του Γιώργου Πετρίδη, του Γιώργου Χασιώτη... Πριν από τα ματς των Ανδρών έπαιζαν τα τσικό, οι «άσπροι» και οι «μαύροι». Έρχονταν οι παίκτες 1-1,5 ώρα πριν από το παιχνίδι τους για να ξεντυθούν και έβλεπαν τους μικρούς.
Δεν θα σας πω τι φιλιά και τι αγκαλιές δεχόμουν απ' όλους. Έβαζαν, ξέρω 'γω, ένα γκολ και με φώναζαν στην άκρη της γραμμής για να με αγκαλιάσουν, να με φιλήσουν κ.τ.λ. Παιδάκι 12-13 χρονών. Ήμουν αγαπητός και λόγω χαρακτήρα. Ίσως να τους έδινα και λίγο ενθουσιασμό με όλα αυτά που έκανα στα παιχνίδια των τσικό».
-Στη βιογραφία σας με τίτλο 'Της ζωής μου το παιχνίδι' γίνεται αναφορά σε εκατοντάδες φιλάθλους που έρχονταν για να σας παρακολουθήσουν.
«Από τις 13:00 η ώρα. Βέβαια ήταν και το καινούργιο γήπεδο του ΠΑΟΚ, αλλά έρχονταν από πιο νωρίς για να δουν εμάς, τις νέες ελπίδες. Πιστεύω ότι τους δίναμε αυτό που ήθελαν, αυτό που ίσως ποθούσαν για το μέλλον».
-Πώς βγήκε το παρατσούκλι «Μεγαλέξανδρος»;
«Δεν θυμάμαι ακριβώς. Κάποιος δημοσιογράφος μου το είχε κολλήσει. Κλίνω προς τον Γιάννη Λογοθέτη, έναν που έκανε και αναμεταδόσεις εκείνα τα χρόνια στα ποδοσφαιρικά ματς. Βγήκε τη δεκαετία του 1970».
«Ούτε στον τάφο μου να μην έρθεις, αν πας στον ΠΑΟΚ»
-Ποιος ήταν ο λόγος που πήρατε την απόφαση να κατηφορίσετε στον Πειραιά για λογαριασμό του Ολυμπιακού το 1966;
Με τη φανέλα του Ολυμπιακού σε φιλικό ματς κόντρα στον Εθνικό
«Ήταν σύγκρουση δύο τιτάνων του εγωισμού: του πατέρα μου και του προέδρου Γιώργου Παντελάκη. Ο πατέρας μου ήταν σερβιτόρος. Ήθελα να δούμε καλύτερες μέρες με ένα δικό μας μαγαζί. Βάλαμε κάποιες υποχρεώσεις που κάποιοι άλλοι σύμβουλοι με είχαν διαβεβαιώσει ότι θα τις εκπληρώσουν. Δεν τις εκπλήρωσαν λόγω εγωισμού του Παντελάκη, επειδή δεν του είχαν πει τίποτα.
Η σύγκρουση με τον πατέρα μου ήταν μετωπική. Άκουσε κάποιες «σειρήνες» για ορισμένους που έπαιζαν τον ρόλο του μάνατζερ εκείνη την εποχή. Με έστειλε κάτω, εκεί γνώρισα την αγάπη του κόσμου, αλλά μετέπειτα ήρθαν κι όλες αυτές οι συγκρούσεις. Έμεινα 2 χρόνια χωρίς να παίζω. Το πρώτο εξάμηνο έκανα προπονήσεις κανονικά και έπαιζα σε κάποια φιλικά, αλλά μετά ήμουν σε πλήρη αδράνεια.
Μόνο με το Λιμενικό Σώμα και την Εθνική Ενόπλων έκανα προπονήσεις, τρέχοντας στα βουνά και τα λαγκάδια. Ήξερα τι ήθελα να κάνω, απλώς δεν γυμναζόμουν όπως ένας κανονικός ποδοσφαιριστής».
-Όταν επιστρέψατε το 1968 σας υποδέχθηκαν με κάποιο μούδιασμα οι φίλοι του ΠΑΟΚ;
«Πάντοτε, αυτό που θα φέρει τη δικαίωση είναι η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων. Εγώ είχα πάρει την απόφαση. Δεν άντεχα πλέον. Είχα κάνει αρκετές συζητήσεις με τον πατέρα μου πριν να φύγω για τη Βαγδάτη (σ.σ. ταξίδι με την Εθνική Ενόπλων, η οποία κατέκτησε και το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα ΣΙΣΜ).
Όταν είχα πει στον πατέρα μου ότι θα ξαναγυρίσω στον ΠΑΟΚ, μου είχε πει μια πολύ δύσκολη φράση, την οποία δεν την άντεξα ποτέ. Μου είχε πει 'ούτε στον τάφο μου να μην έρθεις, αν πας στον ΠΑΟΚ'. Εγώ είχα ήδη πάρει την απόφαση γιατί έπρεπε να ζήσω. Και λέω 'να ζήσω' γιατί το ποδόσφαιρο ήταν η ζωή μου, δεν το έβλεπα ως επάγγελμα τότε.
Με την οικογένειά του
Μάλωσα μαζί του, δεν μιλούσαμε για 6 χρόνια. Μόνο έπαιρνα τηλέφωνο τη μητέρα μου. Αυτή ήταν τεράστια σύγκρουση για μένα. Έπρεπε να ανταποκριθώ σε αυτό που ήθελα να κάνω εγώ, σε αυτό που ήθελε ο κόσμος, σε αυτό που είχε γίνει ήδη... Είχαν έρθει δύο αντίπαλα στρατόπεδα σε εμφύλιο.
Όλο αυτό ήταν πολύ δύσκολο για να το διαχειριστώ και, καταλαβαίνετε, ότι πρέπει να έχεις τέτοια δύναμη χαρακτήρα που να μπορείς να ανταποκρίνεσαι σε όλα αυτά που θέλεις εσύ και ο κόσμος... Σε όλα αυτά που πρέπει να αποδείξεις και στον πατέρα σου...».
-Πώς έγινε η επανασύνδεση με τον πατέρα σας;
«Το 1974 παντρευόταν η αδερφή μου και η μητέρα μου με «παρακάλεσε». Μου είπε 'έλα στον γάμο για να σπάσει αυτό που έχετε, τον πατέρα σου τον ξέρεις ότι είναι πολύ εγωιστής, αλλά κάποια στιγμή καταλαβαίνει και ορισμένα πράγματα'. Πήρα την απόφαση, πήγα, με καλοδέχθηκε και μετά έγιναν όλα καλά.
Βέβαια, αργότερα ήρθαν και άλλες συγκρούσεις. Δεν τα ξέρει ο κόσμος και τα εξετάζει από τη δική του οπτική γωνία. Όμως κάποιες φορές αυτά που περνά κάποιος, δεν τα βγάζει προς τα έξω. Είναι αυτό που λέμε 'τα εν οίκω μη εν δήμω'. Βγήκαν βέβαια ορισμένα, εν μέρει λανθασμένα. Αυτήν τη στιγμή δεν απολογούμαι σε κανέναν, παρά μόνο στον εαυτό μου».
-Επιστροφή στο αγωνιστικό κομμάτι και αρχή των ένδοξων χρόνων του ΠΑΟΚ. Ποια ήταν τα συστατικά των επιτυχιών της δεκαετίας του 1970;
«Όποια σύγκρουση και αν είχα με τον Παντελάκη, ασχέτως αν με αδίκησε εκείνη την εποχή, σέβομαι την αγάπη αυτού του παράγοντα για την ομάδα. Διότι και το 1966 που έφυγα και το 1968 που γύρισα, αυτός ονειρευόταν μια τέτοια ομάδα. Με την επάνοδό μου είχε πλέον τη βάση και τα εχέγγυα για να τη χτίσει από το 1968 μέχρι το 1970. Με νέους παίκτες σαν εμένα και με μερικούς παλιότερους. Αυτή η ομάδα ήταν επίτευγμα αυτού του παράγοντα και ολόκληρης της λογικής του».
-Ο Λες Σάνον;
«Θα μιλήσω πρώτα γι' αυτόν που πραγματικά δεν πήρε αυτά που του αναλογούν. Πριν από τον Σάνον, είχε έρθει κάποιος που έστησε αυτήν την ομάδα, αλλά γνωρίζετε πολύ καλά τα ελληνικά δεδομένα στο ποδόσφαιρο... Έρχεται ο Χόρβατ και χτίζει αυτήν την ομάδα. Βάζει εμένα «δεκάρι» πλέον, βάζει τον Παύλο Παπαδόπουλο σέντερ-μπακ, παίρνει τον Τερζανίδη κι από εξτρέμ τον κάνει χαφ...
Ξεκινάει το πρωτάθλημα, κάνουμε ωραία παιχνίδια, αλλά έχουμε και άτυχα αποτελέσματα. Ποιος την πληρώνει στα άτυχα αποτελέσματα στην Ελλάδα; Ο προπονητής. Φεύγει, λοιπόν, ο Χόρβατ μετά από 4-5 μήνες και έρχεται ο Σάνον, ο οποίος προσθέτει αυτό το αγγλικό φλέγμα, μας μαθαίνει να παίζουμε με τη μία... Υπήρχαν παίκτες με καλή τεχνική, ανταποκρίθηκαν και ήρθε όλο αυτό το δέσιμο».
-Ο πρώτος τίτλος ήρθε το 1972 μετά τη νίκη στον τελικό Κυπέλλου με τον Παναθηναϊκό στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Εκτός από τα 2 γκολ σας, τι άλλο θυμάστε από εκείνον τον αγώνα;
«Θυμάμαι τον δικό μου πόθο, τον οποίον προσπαθούσα να μεταδώσω και στους συμπαίκτες μου. Αυτήν τη δίψα που είχε ο κόσμος για έναν τίτλο. Ο ΠΑΟΚ είχε πάρει τίτλους και πριν από το 1972, αλλά όχι σε πανελλαδικό επίπεδο. Ήταν η ώρα. Έβλεπα ότι με το μέστωμα αυτής της ομάδας πως μπορούσαμε να το πάρουμε. Χάσαμε το Κύπελλο του 1970 από τον Άρη, όμως είχαμε καταφέρει να φέρουμε έναν τελικό στη Θεσσαλονίκη. Το δεύτερο βήμα ήταν να κατακτήσουμε το Κύπελλο κι αυτό έγινε σε ουδέτερο, τρόπος του λέγειν, γήπεδο εναντίον του Παναθηναϊκού».
-Εσείς δεν είχατε συμμετάσχει στα επινίκια της Θεσσαλονίκης γιατί την επόμενη ημέρα έπρεπε να ταξιδέψετε από την Αθήνα στην Αγγλία.
«Ήταν επείγουσα η ανάγκη να εγχειριστώ. Είχε ήδη κλειστεί το ραντεβού στο Λονδίνο. Είχα καθ' έξιν εξάρθρημα, δηλαδή με την παραμικρή κίνηση, ακόμα και όταν σήκωνα το τηλέφωνο, μου έβγαινε η ωμοπλάτη. Αποφασίσαμε ότι πλέον δεν πήγαινε, διότι σχεδόν σε κάθε αγώνα είχα πρόβλημα».
-Είχατε, μάλιστα, συνταξιδέψει με τον Σάνον. Τι συζητάγατε κατά τη διάρκεια της πτήσης;
«Καταρχήν, ήταν το πρώτο «αστέρι» που έπαιρνε. Η πρώτη προπονητική του επιτυχία, διότι στην Αγγλία εργαζόταν σε ομάδες που δεν διεκδικούσαν τίτλους. Ονειρευόταν πράγματι κάτι καλό και στην Ευρώπη».
-Η κορυφαία επιτυχία, όμως, επιτεύχθηκε με τον Γκιούλα Λόραντ στον πάγκο.
«Πέρασα από πολλά χέρια προπονητών. Οι δύο πιο σημαντικοί ήταν ο Χόρβατ και ο Λόραντ. Ο Λόραντ έδωσε κάποια στοιχεία του επαγγελματισμού που δεν υπήρχαν στην Ελλάδα. Ήρθε και μας γονάτισε. Φεύγαμε από το γήπεδο μπουσουλώντας.
Σε κάποιες στιγμές που οι συμπαίκτες μου κι εγώ του λέγαμε ότι δεν αντέχουμε άλλο, μας απαντούσε 'δηλαδή γιατί να μην είστε η Μπάγερν;'. Του έλεγα 'ξαφνικά δεν μπορούμε να είμαστε η Μπάγερν' κι εκείνος επέμενε 'όχι δεν μπορείτε, να γίνετε!' Δηλαδή μας μετέφερε το πνεύμα της μεγάλης ομάδας. Για να το μεταφέρεις αυτό τι χρειάζεται; Δουλειά. Κι αυτός έκανε δουλειά. Και το αποτέλεσμα ήταν να έρθει ο τίτλος».
«Κοίταξε τις ακαδημίες του ΠΑΟΚ»
-Το πνεύμα του νικητή και της μεγάλης ομάδας φάνηκε και στο επικό ματς με την Μπαρτσελόνα, την οποία λυγίσατε 1-0 με δικό σας γκολ.
«Ξέρεις, υπάρχουν ευτυχισμένες στιγμές στο ποδόσφαιρο που δεν είναι 'πήρα το πρωτάθλημα' ή 'έπαιξα καλά σε ένα παιχνίδι'. Είναι να παίζεις με αυτές τις ομάδες. Έλεγε ο Λόραντ για την Μπάγερν. Έπαιξα με την Μπάγερν. Έπαιξα με την Μπαρτσελόνα, έπαιξα με τον Άγιαξ, του Κρόιφ, του Νέεσκενς και του Χάαν. Έπαιξα με τον Κρόιφ και με την Μπαρτσελόνα. Με τον Μπεκενμπάουερ. Τεράστια υπόθεση...
Κερδίζεις εδώ μέσα 1-0 την Μπαρτσελόνα, ασχέτως αν εκεί «τρως» 6 γκολ. Και πάλι ευτυχισμένος είσαι γιατί έχεις πατήσει στο «Καμπ Νόου». Λες, ας πούμε, ναι κι εγώ έπαιξα με τη μεγάλη Μπαρτσελόνα, κι εγώ έπαιξα με τον Κρόιφ που σηκώνεται το «Καμπ Νόου» για πάρτη του'. Άσε, όταν είδαμε το «Καμπ Νόου», είπαμε 'υπάρχουν τέτοια γήπεδα;' Εκκλησία. Τα αποδυτήρια; Δέος. Μετά γι' αυτό «τρως» 6 γκολ».
-Με τον Κρόιφ υπάρχει και αυτή η περίφημη ιστορία που ήθελε να πάτε στη Βαρκελώνη.
«Με αυτόν τον άνθρωπο εκτός από το ουισκάκι που πίναμε στα κρυφά, είχαμε το τσιγάρο και καπνίζαμε. Στις δεξιώσεις που έκαναν οι ομάδες, όταν με έβλεπε μου έλεγε 'εσύ είσαι μεγάλο ταλέντο, αδικείσαι στην Ελλάδα'. Του έλεγα 'τι να κάνουμε, εδώ παίζουμε'. Και μου απαντούσε 'όχι, μπορείς να παίξεις και έξω'. Εγώ του εξηγούσα ότι δεν πρόκειται να φύγω γιατί την αγαπώ αυτήν την ομάδα.
Εν τω μεταξύ, αυτά μου τα είχε πει στην πρώτη συνάντηση. Στη δεύτερη μου είπε ακόμα περισσότερα. Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε 'εσύ δεν πρόκειται να γίνεις προπονητής'. Τον ρωτάω 'γιατί το λες αυτό;' Λέει: 'Ξέρω, διαβάζω χαρακτήρες, δεν θα γίνεις ποτέ. Αλλά κοίταξε τις ακαδημίες του ΠΑΟΚ γιατί μου έχουν πει ότι βγήκες από εκεί. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ τώρα στην Μπαρτσελόνα'. Αυτός το έκανε, αλλά εμένα δεν με άκουσαν εδώ στην Ελλάδα».
«Αυτό το δάχτυλο μπορεί να σου βγάλει και το μάτι...»
-Πώς καταφέρνατε να διαπρέπετε στον αγωνιστικό χώρο παρά το κάπνισμα;
«Ευχαριστώ για το 'διαπρέπατε'. Είχα έναν εγωισμό και μια αυτοκριτική. Δεν ήταν μόνο το τσιγάρο. Έπινα, έκανα περισσότερο σεξ απ' όσο μπορούσες να φανταστείς, αλλά όταν πήγαινα το πρωί στον καθρέφτη για να ρίξω νερό στο πρόσωπό μου και να πλύνω τα δόντια μου, έλεγα 'ωραία είναι η υπόλοιπη ζωή, τώρα πρέπει να ανταποκριθείς και σ' αυτό'.
Σεβόμουν πάντα κάποια λόγια που μου είχε πει ο πατέρας μου στο ξεκίνημα. 'Κοίταξε αυτή τη στιγμή σε δείχνουν έτσι, αλλά κάποια στιγμή αυτό το δάχτυλο μπορεί να σου βγάλει και το μάτι. Να σέβεσαι αυτόν τον κόσμο που έρχεται και πληρώνει αυτό το εισιτήριο για να παίρνεις εσύ το χιλιάρικο'. Κάποια πράγματα λειτουργούσαν στη συνείδησή μου. Αν δεν κάπνιζα θα είχα καλύτερη φυσική κατάσταση, αλλά ήμουν αυτός που ήμουν. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερνα».
-Κάνατε κάποια ειδική προετοιμασία πριν από τα ντέρμπι;
«Όχι. Απλώς ακόμα και όταν παντρεύτηκα στα 32 μου χρόνια, δεν άφηνα τη γυναίκα μου να με πάρει τηλέφωνο ή να με απασχολήσει για οποιοδήποτε θέμα. Ήμουν στο ξενοδοχείο και ήθελα να παραμένω συγκεντρωμένος στο παιχνίδι το Σάββατο και την Κυριακή. Να ακούσω με προσοχή αυτό που ήθελε από εμένα ο προπονητής μου».
-Θέλω να σας ρωτήσω για 3 γκολ: με την Μπαρτσελόνα, με τον Ολυμπιακό στις Σέρρες το 1983 και με τη Βίνερ το 1965.
«Αυτό με την Μπαρτσελόνα είναι γραμμένο σε video. Γι' αυτό με τον Ολυμπιακό; Να σου πω ότι υπάρχουν πολλά γκολ που δεν υπάρχουν σε video. Αυτό το γκολ στις Σέρρες ήταν ανεπανάληπτο και είναι, βέβαια, γραμμένο στο video του μυαλού μου. Καταρχήν ήμασταν τιμωρημένοι και έπρεπε να παίξουμε με κόσμο σε άλλη πόλη. Ήταν και η πρώτη φορά που είχε έρθει ο πατέρας μου στο γήπεδο. Mε ποιον είχε έρθει; Με τον Γιώργο τον Σιδέρη. Ήταν πολύ φίλοι από τότε που ήμουν κάτω, αλλά συνέχισαν να βρίσκονται.
Κάνω μια πάσα προς τα δεξιά, νομίζω είχε βγει στα εξτρέμ ο Γιάννης ο Δαμανάκης και μου κάνει την πάσα σε ένα τέτοιο ύψος (σ.σ. δείχνει με το χέρι). Και βλέπω σε κλάσματα δευτερολέπτου -έτσι λειτουργούσα- τα σέντερ μπακ να έρχονται κατά πάνω μου. Παίρνω με το τακουνάκι την μπάλα από πάνω τους και περνάω ανάμεσα. Εν τω μεταξύ, βγαίνει η «γάτα» ο Σαργκάνης. Και πριν να πέσει η μπάλα, μόλις βλέπω τον Σαργκάνη, τη βρίσκω και τη στέλνω απέναντι.
Η περιγραφή που έκαναν για τον πατέρα μου και τον Σιδέρη ήταν η εξής: Λέει ο Σιδέρης στον πατέρα μου 'πάμε μπαρμπα-Γιάννη'. Ο κόσμος γνώριζε τον Σιδέρη και κάποιος του είπε 'πού πάτε;' Λέει 'φεύγω, πρέπει όλοι να βγείτε και να ξαναπληρώσετε εισιτήριο για να δείτε τον υπόλοιπο αγώνα'.
Με τη Βίλεμ παίζαμε στο Καυτανζόγλειο και εγώ ήμουν σε ηλικία 17-18 ετών. Παίζαμε το πρώτο Κύπελλο Εκθέσεων. Δεν το θυμάμαι, όμως, αυτό το γκολ».
-Θεωρείτε ότι η τρομερή αυτή ομάδα του ΠΑΟΚ εδικαιούτο να κατακτήσει ακόμη περισσότερους τίτλους τη δεκαετία του 1970;
«Θα είμαι ειλικρινής. Πραγματικά υπήρχαν τίτλοι που τους χάσαμε, αλλά και τίτλοι που μας τους έκλεψαν. Και πρωταθλήματα και κύπελλα. Μιλάω τεκμηριωμένα. Ότι είχαμε πολύ καλή ομάδα. Δεν είναι δικαιολογίες αυτά που λέω. Οι συμπαίκτες μας στην Εθνική το αναγνώριζαν. Την Κυριακή παίζαμε στο πρωτάθλημα, τη Δευτέρα-Τρίτη πηγαίναμε στην Εθνική ομάδα.
Όταν γυρίζει και σου λέει ο φίλος μου ο Γιώργος Δεληκάρης ή ο Άνθιμος Καψής ότι 'έπρεπε να παίρνετε κάθε χρόνο το πρωτάθλημα ή το κύπελλο'. Ή να γυρίζει να σου λέει 'προτίμησα την ατίμωση παρά να σε στείλω στα κάγκελα και να σε τραυματίσω'. Ο Άνθιμος ο Καψής. Τι καλύτερη αξία και τι τιμή να σου δώσει... Άστο το πρωτάθλημα. Στο δίνουν οι συμπαίκτες σου».
-Είπατε για Εθνική ομάδα. Θεωρείτε ότι η φουρνιά του 1970 ήταν η καλύτερη όλων των εποχών;
«Όντως ήταν. Από δικά μας λάθη δεν πήγαμε στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Ακόμη και από λάθη των ποδοσφαιριστών. Θύμωσε ο Δομάζος, ας πούμε, με τον Γεωργιάδη. «Φέραμε» 2-2 με τη Ρουμανία. Κερδίσαμε την Πορτογαλία και πήγαμε εκεί και πήραμε 2-2 με Εουσέμπιο. Το μεγαλύτερο θαύμα το κάναμε το 2004, αλλά πάντα σταματάμε εκεί. Ξέρεις, καμιά φορά δεν μπορούμε να κάνουμε συγκρίσεις και δεν μπορούμε να αδικήσουμε τη γενιά του 2004.
Αλλά ήταν όντως για εκείνη την εποχή πάρα πολύ μεγάλη ομάδα. Πληρέστερη ομάδα από εκείνη δεν υπήρχε. Έχεις μέσα έναν Λουκανίδη που παίζει από το 1 ως το 11. Σιδέρης, Παπαϊωάννου, Δομάζος, εγώ, Καμάρας, Οικονομόπουλος, Χάιτας, Δέδες, Μπαλόπουλος... Δεν μπορείς να έχεις 10 Δομάζους ούτε 10 Κούδες ούτε 10 Σιδέρηδες. Τι θέλω να πω: Ο καθένας με την ποιότητα που έχει και δίνει στο σύνολο των 11 είναι αυτό που κάνει τις μεγάλες ομάδες».
1969: Κάτω αριστερά στην ελληνική Dream Team
-Φτάνοντας προς το τέλος, θα μας κάνετε ένα σχόλιο για τον σπουδαίο Δημήτρη Παρίδη;
«Ήταν το alter ego μου. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι στην καθημερινότητα δεν τον ταλαιπωρούσα, αλλά στο ποδόσφαιρο τον ταλαιπωρούσα πολύ. Από τις 10 μπαλιές μπορεί να περνούσαν οι 2, οι 3, οι 5, κάποιες φορές και οι 10. Αυτός σε όλες ήταν εκεί. Στο τρέξιμο. Παντού. Σε ό,τι του έλεγα να κάνουμε, αυτός συμμετείχε 100%. Άλλοι συμπαίκτες ανταποκρίνονταν στο 60-70-80%, αυτός ανταποκρινόταν στο 100%».
-Τι είναι τελικά ο Γιώργος Κούδας για το ελληνικό ποδόσφαιρο;
«Ήταν ένας ποδοσφαιριστής, πιστεύω καλός. Τίποτα άλλο δεν έχω να πω. Την ερώτηση αυτή να την κάνετε στον φίλαθλο κόσμο. Μπορεί σήμερα να εισέπραττα εκατομμύρια, αλλά αυτό που έχω είναι η μεγαλύτερη αποταμίευση στη ζωή μου. Είναι η αγάπη αυτή που μου έχει ο κόσμος. Όχι μόνο του ΠΑΟΚ. Του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού, της ΑΕΚ... Ακόμα και του τελευταίου φιλάθλου. Βλέπω κάτι που δεν πιστεύω ότι θα εισπράξουν οι νέοι ποδοσφαιριστές. Χρήματα μπορεί να εισπράξουν, αλλά αυτό δεν εισπράττεται...».
«Έχω καταλάβει ήδη, της ζωής μου το παιχνίδι». Ο στίχος που έμελλε να αποτελέσει τον τίτλο της βιογραφίας του Γιώργου Κούδα. Κλείνοντας σε μία αγκαλιά τους δεσμούς αγάπης Βορρά-Νότου, η σκέψη μου ήταν συγκεκριμένη: Οι νεότεροι ζήσαμε μερικές όμορφες ποδοσφαιρικές στιγμές, χάσαμε όμως πολύ περισσότερες. «Στο 'πα μια και στο 'πα δύο, στο 'πα χίλιες δεκα-δύο». Λίγους άσους σαν τον Κούδα γέννησε η Ελλάδα. Και δεν ξαναβγήκαν στον τρέχοντα αιώνα...