Στάθης Τριανταφυλλίδης: «Λίγη τύχη να΄ χαμε με την Άιντραχτ…»
SHARE:
Για τον Καβαλιώτη μεσοεπιθετικό τα παιχνίδια του ΠΑΟΚ με την Αϊντραχτ Φρανκφούρτης (βασικό στέλεχος της ενδεκάδας και στα δύο) για τον α΄ γύρο του κυπέλλου κυπελλούχων της περιόδου1981-82 ήταν ιδιαίτερα, μια και ήταν τα μοναδικά ευρωπαϊκά στην καριέρα του.
Όπως εξιστορεί «δεν το κρύβω ότι είχα ένα φόβο, πηγαίνοντας να παίξουμε στη Φρανκφούρτη. Κι αυτό γιατί η Αϊντραχτ διέθετε μια πολύ καλή ομάδα με εξαιρετικούς παίκτες. Παρ' όλα αυτά, είχαμε κάνει ένα πολύ καλό παιχνίδι στην έδρα της, χάσαμε ευκαιρίες και το τελικό 2-0 ήταν ένα πλασματικό σκορ. Αυτό που μας είχε πει ο Χάιντς Χέερ πριν το παιχνίδι ήταν να προσέξουμε κάποιους παίκτες της Αϊντραχτ, όπως ήταν ο Κορεάτης επιθετικός Μπουμ-Κουν Τσα. Όπως, επίσης, να μην ανοιχτούμε, αλλά, τουλάχιστον στην αρχή του παιχνιδιού, να περιμένουμε τους Γερμανούς. Υπήρχε τρομερή ατμόσφαιρα στο γήπεδο, με το που μπήκαμε μέσα, νομίζαμε ότι βρισκόμασταν στην Τούμπα, τόσους πολλούς φιλάθλους είχαμε στο πλευρό μας. Θυμάμαι ότι είχα πιάσει καλή απόδοση, όπως, άλλωστε, όλοι οι συμπαίκτες μου. Δεν ήταν τυχαίο, άλλωστε, ότι ο προπονητής δεν είχε κάνει καμία αλλαγή στη διάρκεια του αγώνα. Η θέση μου ήταν δεξί εξτρέμ, αλλά στο ματς της Φρανκφούρτης είχα παίξει στην αριστερή πλευρά.
Είχαμε πίστη ενόψει της ρεβάνς ότι θα καταφέρναμε την ανατροπή. Ηταν και συγκλονιστική η συμπαράσταση του κόσμου, τη θυμάμαι κι ανατριχιάζω. Κάναμε την προθέρμανσή μας και, από τις αντιδράσεις και τις επευφημίες των φιλάθλων μας, δεν νιώθαμε τα πόδια μας να πατούν στο χορτάρι! Ολοι οι παίκτες το ένιωθαν εκείνο το βράδυ, ότι όποιον αντίπαλο κι αν είχαμε απέναντί μας, δεν επρόκειτο να γλιτώσει. Ο Χέερ μας είχε πει να τα παίξουμε όλα κι όλα κι ό,τι γίνει. Φθάσαμε πολύ κοντά να τα καταφέρουμε, είχα χάσει και μια ευκαιρία να κάνω το 3-0, μετά από πάσα, που είχα πάρει από τον Γούναρη. Είχα πιστέψει ότι η μπάλα θα κατέληγε στα δίχτυα, αλλά τελικά δεν συνέβη. Είμασταν κι άτυχοι στη διαδικασία των πέναλτι. Ο Δημόπουλος είχε την τελευταία εκτέλεση, ίσα ίσα που ο αντίπαλος τερματοφύλακας πρόλαβε να βρει την μπάλα και ν' αποκρούσει. Σε επίπεδο εμφανίσεων, πάντως, τα είχαμε πάει καλά και στα δύο ματς, και στη Φρανκφούρτη και στη ρεβάνς της Τούμπας.
Το καλοκαίρι του 1984 αποχώρησα από τον ΠΑΟΚ. Βέβαια, αν ήξερα ότι ο Παλ Τσερνάι δεν θα έμενε στην ομάδα, εγώ θα είχα παραμείνει. Μετά από ένα περιστατικό στην καλοκαιρινή προετοιμασία του 1983, με είχε πάρει με... στραβό μάτι. Οσο διαρκούσε ο πρώτος γύρος, είχα κάνει μεγάλη προσπάθεια στις προπονήσεις για να τον μεταπείσω. Θυμάμαι παραμονές του εντός έδρας αγώνα με τον Απόλλωνα Καλαμαριάς, Γενάρης του 1984, ότι με είχε πάρει στην 18άδα. Περίμενα ότι σε εκείνο το ματς θα έκανα την πρώτη μου συμμετοχή στη σεζόν.
Τελικά, μ' άφησε εκτός 16άδας και εκεί ήταν το σημείο, που είχα πλήρως απογοητευτεί. Τελείωσε η σεζόν χωρίς να παίξω ούτε σ' ένα ματς. Εφυγα από τον ΠΑΟΚ, που την αμέσως επόμενη σεζόν κατέκτησε το πρωτάθλημα. Τουλάχιστον κι εγώ είχα βάλει ένα... λιθαράκι για τον τίτλο. Ηταν Απρίλιος του 1985, όταν με τον Απόλλωνα Καλαμαριάς (σ. σ. συνέχισε εκεί την καριέρα του για ένα χρόνο, πριν επιστρέψει στην ομάδα της Καβάλας, όπου έπαιξε σε επίπεδο Β΄ εθνικής) είχα ανοίξει το σκορ εναντίον του Παναθηναϊκού στο Ολυμπιακό στάδιο. Το παιχνίδι ολοκληρώθηκε με 1-1 και ο Παναθηναϊκός, που ήταν ο βασικός ανταγωνιστής του ΠΑΟΚ, είχε χάσει ένα βαθμό».
«ΠΗΡΑ ΔΟΞΑ, ΟΧΙ ΧΡΗΜΑΤΑ»
«Πήγα στον ΠΑΟΚ από την Καβάλα το καλοκαίρι του 1980. Όταν έγινε η μεταγραφή, δεν είχε πάρει ούτε δραχμή, χωρίς να μετανιώνω ούτε στιγμή για αυτό. Ο Γιώργος Παντελάκης, πρόεδρος του ΠΑΟΚ, μου είχε πει ότι ήταν τιμή για εμένα, που θα έπαιζα στην ομάδα. Και, πραγματικά, έτσι το ένιωθα κι εγώ. Είχαν ενδιαφερθεί και ομάδες της Αθήνας, αλλά εγώ ήθελα να παίξω στην ομάδα, που αγαπούσα. Αυτό ονειρευόμασταν από μικρά παιδιά, σήμερα έχουν αλλάξει τα πράγματα, ακόμη κι οι νεαροί παίκτες βάζουν σε προτεραιότητα το οικονομικό. Οι στιγμές, που γνώριζα την αποθέωση από τον κόσμο, δεν τις ξεχνώ ποτέ.
Είμαι βέβαιος ότι θα έκανε σημαντική καριέρα στον ΠΑΟΚ (σ. σ. στη φωτογραφία μαζί με τους Χρήστο Δημόπουλο, Βασίλη Γεωργόπουλο και Θωμά Σίγγα) αν δεν ήμουν άτυχος με τους συχνούς τραυματισμούς. Πάνω που ανέβαινα, έρχονταν ένας τραυματισμός και με πήγαινε πίσω. Δεν το έβαζα κάτω, επέμενα, επέστρεφα, αλλά ξανά ένας τραυματισμός μου έκοβε τη φόρα».