Ο Ρικάρντο Κόστα και η ψευδαίσθηση ευημερίας
SHARE:
Να απαντούσες ας πούμε που θα ήθελες να ζήσεις αν οι συνθήκες στο επέτρεπαν. Ψάχναμε τη Γη Χαναάν οπουδήποτε, ίσως πέρα από τη μύτη μας γιατί προφανώς δεν εκτιμούσαμε τη δική μας γη της Επαγγελίας. Κάτι που προφανώς, το εκτιμούν περισσότερο οι ξένοι ποδοσφαιριστές.
Στα τελευταία πέντε χρόνια της κρίσης, ακόμη και η ψευδαίσθηση για κάποιους ερμηνεύεται ως ευημερία. Ο Ρικάρντο Κόστα δεν είναι τυχαίος ποδοσφαιριστής, έχει περγαμηνές, αποκτήθηκε εφέτος από τον ΠΑΟΚ (μαζί με τον Νομπόα) ως απάντηση του Ιβάν Σαββίδη στην οπαδική μεμψιμοιρία για την αναιμική μεταγραφική ενίσχυση.
Η πρόσφατη συνέντευξή του στην «A Bola» δεν εξέπληξε. Ήταν η επωδός όλων των ποδοσφαιριστών που αποφασίζουν να συνεχίζουν την καριέρα τους σε ένα πρωτάθλημα μιας χώρας που γνωρίζουμε όλοι (και γνωρίζουν και εκείνοι) ότι ούτε δημοφιλές είναι, ούτε αξιόπιστο, ούτε ανταγωνιστικό.
Απαντώντας για τον τρόπο ζωής της Θεσσαλονίκης είπε ότι «η πραγματικότητα με εξέπληξε. Δεν είναι μια πόλη πολύ μοντέρνα αλλά έχει απίστευτη κίνηση. Τα καφέ και τα μπαρ είναι γεμάτα ανά πάσα στιγμή και μερικές φορές νομίζεις ότι δεν δουλεύει κανείς. Στην Πορτογαλία ακόμη και σε ώρες αιχμής δεν βλέπεις τόσο κόσμο. Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης τα μαγαζιά είναι γεμάτα. Για μια χώρα που βρίσκεται σε κρίση, αυτό δεν είναι φυσιολογικό. Κάτι δεν πάει καλά, αλλά είναι η κουλτούρα τους έτσι και το σέβεσαι...».
Η άποψη του Ρικάρντο Κόστα δεν είναι περίεργη. Ούτε και πρωτάκουστη. Πριν από εκείνον προτίμησαν «the greek way of life» ο Ριβάλντο, ο Ζιοβάνι, ο Πάουλο Κόστα, ο Σισέ. Ο Πάμπλο Γκαρσία προτιμά τη ζωή στη Θεσσαλονίκη ενώ θα μπορούσε να ζει οπουδήποτε στην Υφήλιο. Προφανώς όχι για την ποδοσφαιρική ανέλιξή τους άλλωστε οι περισσότερες πριμαντόνες βλέπουν στην Ελλάδα αυτό που βλέπουν στην πλειονότητά τους και οι θαμώνες στα καφέ: Έναν Ζορμπά που ξέρει να γλεντά...
Η σκληρή πραγματικότητα ακολουθεί συνήθως ως σκάρτο φύλλο στο πόκερ...Ο Μπέμπε Σινιόρι όταν πρωτοήρθε στη Θεσσαλονίκη στα 36 του και εν μέσω αποθέωσης, ενσωματώθηκε στην αποστολή του Ηρακλή για ένα φιλικό με τον Αγροτικό Αστέρα. Μόλις μπήκε στο γήπεδο του Ευόσμου, γύρισε αποσβολωμένος και είπε στον Μαρκαριάν, «Σινιόρι no play» και έμεινε στον πάγκο...
Πέρα από τους αστικούς μύθους και τις ιστορίες με τους ξένους ακριβοπληρωμένους αθλητές να ξεσαλώνουν στα μπουζουκάδικα και τα Clubs της Ελλάδας, το πρόβλημα μεγεθύνεται όταν διαπιστώνεται ότι όλοι αυτοί ζουν σε μια εικονική πραγματικότητα. Κι ότι στην καθημερινότητά τους βλέπουν μόνο τη μία πλευρά του νομίσματος. Ο Ρικάρντο Κόστα και όλοι όσοι δελεάζονται από τα εκατομμύρια των πλουσίων ιδιοκτητών ομάδων στην καταχρεωμένη Ελλάδα πλανώνται παρακολουθώντας τη άνεργη ραστώνη θεωρώντας ότι αυτή είναι και ο κανόνας. Αν κάτι δεν πηγαίνει καλά στο ελληνικό ποδόσφαιρο, δεν είναι επειδή η μοναδική επένδυση στη σημερινή εποχή είναι τα καφέ και η προσδοκία ότι οι θαμώνες θα λιάζονται σα λαφιάτες πίνοντας εσπρέσσο αλλά οι αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές των ίδιων των ανθρώπων που το διοικούν.
Από τη μια ξοδεύοντας εκατομμύρια για μεταγραφές εκατομμυρίων κι από την άλλη απαξιώνοντας το ίδιο το προϊόν τους ακολουθώντας τον «greek way of football life». Που χειραγωγούν τα παιχνίδια. Που στήνουν διαιτητές. Που παίζουν στοίχημα. Που αφήνουν να διεξάγονται αγώνες σε γήπεδα καρμανιόλες...
Το espresso κάτω από τον ελληνικό ήλιο είναι απλώς μια συνέπεια. Είναι θέμα επιλογής και όπως κάθε επαγγελματίας, έτσι και ο ποδοσφαιριστής ζυγίζει τι θέλει να ακολουθήσει έχοντας πάντα στο μυαλό το αξίωμα: Εκεί που θέλεις να ζεις δε θέλεις να δουλεύεις. Και εκεί που θέλεις να δουλεύεις, δε θέλεις να ζεις.