ΠΑΟΚ Vs Σάλκε: Ο ευφυής herr Lorant
SHARE:
Στο «Πάρκσταντιον» έμεινε δέκα μήνες (Μάρτιος- Δεκέμβριος 1979) και η μοίρα τα' φερε έτσι ώστε να είναι η τελευταία του ποδοσφαιρική δουλειά στη Γερμανία, μια χώρα στην οποία δε γεννήθηκε, αλλά λάτρεψε παράφορα. Έμαθε τις συνήθειες της, αγάπησε την ψυχρή λογική της, φροντίζοντας να βγάζει την εικόνα του σκληρού στο γήπεδο και στα αποδυτήρια, όπου ουδείς είχε πάνω απ' αυτόν δύναμη και λόγο. Αυτή η καλώς εννοούμενη τρέλα αποτέλεσε μια από τις αιτίες του πρώτου διαζυγίου με τον ΠΑΟΚ.
Για τον ίδιο λόγο αυτός «ο μοναδικός στο είδος του, ένας ευφυής άνθρωπος», όπως τον χαρακτήρισε ο παίκτης-θρύλος της Αϊντραχτ Φρανκφούρτης (1965-1980) και Παγκόσμιος Πρωταθλητής με τη Γερμανία το 1974, Γιούργκεν Γκραμπόφσκι, έχασε τη δουλειά του στην ομάδα της Φρανκφούρτης, παρότι μ' ένα αήττητο σερί 22 αγώνων την είχε οδηγήσει από τις θέσεις του υποβιβασμού μια ανάσα από την κατάκτηση του πρωταθλήματος,
Την σεζόν 1976-77 η Αϊντραχτ έμοιαζε μια καλοδουλεμένη μηχανή, όπως ακριβώς και ήταν και ο «Δικέφαλος» ένα χρόνο πριν, εφαρμόζοντας κι αυτή άριστα το «4-3-3», αλλά έχασε για μόλις δύο βαθμούς το πρωτάθλημα από την τεράστια Μπορούσια Μένχενγκλαντμπαχ των Σίμονσεν, Στίλικε, Χέινκες. Όμως, ο Λόραντ ήταν «στα μαχαίρια», με τον ισχυρό άνδρα της ομάδας, Ακάζ φον Τούμεν, «δεν θα μπορούσε ένας με τον άλλον», όπως θυμάται ο Γκραμπόφσκι, που ορκίζεται για ένα πράγμα: «αν ο Λόραντ ερχόταν νωρίτερα, θα ήμασταν πρωταθλητές». Τα ίδια, μπορεί και, χειρότερα είχαν συμβεί και στον ΠΑΟΚ.
Οι επιτυχίες δεν επηρέαζαν «τα θέλω» του. Ήξερε να διαβάζει εξαιρετικά τον αντίπαλο, να εισάγει νέες μεθόδους ανάπτυξης και να φτιάχνει την ψυχολογία των ποδοσφαιριστών του. Αρχές και κανόνες απαράβατοι. «Αν θέλετε να κερδίσουμε τα παιχνίδια, θα πρέπει να προχωρήσετε μαζί, πρέπει να πάρετε την κατάσταση στα χέρια σας», είχε πει σε ένα μυστικό ταξίδι με τους τέσσερις καλύτερους παίκτες της Αϊντραχτ. Τον Γκραμπόφσκι πριν από ένα ματς με τη Σάλκε τον είχε παρομοιάσει με τον Γιόχαν Κρόιφ. Αυτό ήταν. Μπήκε μέσα και πέτυχε το πρώτο γκολ.
Ο Λόραντ ήταν ο προπονητής που εισήγαγε στην Μπουντεσλίγκα, το «ανορθόδοξο» για την εποχή σύστημα του ρόμβου στη μεσαία γραμμή, το οποίο εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα από την εθνική Γερμανίας», όπως σημείωσε το «Der Spiegel» περιγράφοντας τη ζωή ενός γιου αστυνομικού, που στα 16 του, μαθητής γυμνασίου, κατετάγη ως εθελοντής στο στρατό και συμμετείχε στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά δεν παράτησε ποτέ και ολοκλήρωσε τις σπουδές στο οικονομικό πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης.
Κάπως έτσι ο προπονητής Σεπ Χέρμπεργκερ του έδωσε -χωρίς εισαγωγικές εξετάσεις- μια θέση στο Πανεπιστήμιο Αθλητισμού της Κολωνίας και την ευκαιρία να εργαστεί στη Γερμανία, όπου έγινε γνωστός για τη δουλειά του πάνω στην ψυχολογία των ποδοσφαιριστών, έστω κι πίστευε, όπως έλεγε, πως «κανένας ποδοσφαιριστής δεν μπορεί να είναι πιο έξυπνος από μένα»!
Μια δεκαετία πριν αναλάβει τον ΠΑΟΚ, το 1965, είχε βρεθεί στον πάγκο της Καϊζερσλάουτερν και είχε ως ποδοσφαιριστή τον Ότο Ρεχάγκελ! «Μας κυνηγούσε δύο ώρες πριν από τους αγώνες μέσα στο δάσος για να κάνουμε σπριντ και τετρακοσάρια», είχε θυμηθεί ο πρώην ομοσπονδιακός προπονητής.
Η χάρη του Λόραντ έφτασε μέχρι και το Μόναχο, κάθισε σε 36 αγώνες στον πάγκο της φημισμένης Μπάγερν, αλλά ένα χοντρό επεισόδιο με τον Πολ Μπράιτνερ ήταν αρκετό για να τον στείλει στην πόρτα της εξόδου.
Με την Σάλκε, για να τελειώνουμε με τα γερμανικά κατορθώματα του αείμνηστου Γκιούλα Λόραντ, έφτασε να παίζει την κατηγορία σ' ένα παιχνίδι κόντρα στην Αρμίνια Μπίλεφελντ, μπροστά σε 55.000 θεατές στο «Πάρκσταντιον». Ακόμη κι όταν βρέθηκε να χάνει 0-1 στο ημίχρονο δεν έχασε την ψυχραιμία του. Με μια κίνηση – ματ από τον πάγκο, οι «βασιλικοί μπλε» κέρδισαν με 4-1 και έσωσαν την παρτίδα. Όμως, και πάλι στα αποδυτήρια είχε προλάβει να τσακωθεί με τον πρόεδρο και παλιά δόξα της ομάδας, Γκίντερ Σίεμπερτ, με αποτέλεσμα να απολυθεί.
Εκείνη η απόλυση το Δεκέμβριο του 1979, μετά από 28 παιχνίδια στον πάγκο της Σάλκε, τον οδήγησε εκ νέου στην ανεργία και ουσιαστικά αποτέλεσε το διαβατήριο για το δεύτερο ταξίδι στην Ελλάδα. Ήταν και το τελευταίο του...
Ο Λόραντ του ΠΑΟΚ
Το ελληνικό πεπρωμένο του Ουγγρογερμανού προπονητή ήταν ο ΠΑΟΚ. Από το Νοέμβριο του '74, σε μια Ελλάδα που ζούσε μια έντονη πολιτικοποιημένη περίοδο, ο Λες Σάνον αποτελούσε παρελθόν και η διοίκηση αναζητούσε εναγωνίως το διάδοχό του. Ο Λάκης Πρόγιος είχε αναλάβει προσωρινά το τιμόνι του «Δικεφάλου», τα ρεπορτάζ της εποχής ήθελαν ως πρώτο φαβορί τον πρώην τεχνικό της Βούπερταλ, Χορτσ Μπουτζ, την ίδια ώρα που κάποια μέλη από το συμβούλιο του «Δικεφάλου» συζητούσαν εκ νέου την επιστροφή του Σάνον. Ο Άγγλος είχε παραμείνει στη Θεσσαλονίκη, προπονούσε αφιλοκερδώς τον Απόλλωνα Καλαμαριάς, κι όσο δεν έκλεινε κάποιος προπονητής το όνομά του συζητιόταν στα πέριξ της Τούμπας.
Ο Γερμανός Μπουτζ ουδέποτε απάντησε στην πρόταση και στις 2 Δεκεμβρίου του 1974, οι ασπρόμαυροι έφεραν κάτω από άκρα μυστικότητα «έναν Γερμανό τεχνικό, που πέρυσι γύμναζε μια από τις ομάδες της Α' Εθνικής». Οι Έλληνες μετανάστες, ΠΑΟΚτσήδες στην πλειοψηφία τους, είχαν βάλει το χεράκι τους. Τελικά, την επομένη «αποκαλύφθηκε» η ταυτότητα του προπονητή, που δεν ήταν άλλος από τον Γκιούλα Λόραντ.
Μη νομίζετε, πάντως, ότι ο Ουγγρογερμανός είπε αμέσως το «ναι». Είχε φτάσει το πρωί αεροπορικώς από τη Γερμανία και η συμφωνία ανακοινώθηκε αργά το βράδυ της 3ης Δεκεμβρίου, αφού χρειάστηκαν διαπραγματεύσεις σχεδόν δώδεκα ωρών πριν υπογράψει το 19μηνης διάρκειας συμβόλαιο.
Η συμφωνία με τον Λόραντ (που ως προπονητής της Οφενμπαχ είχε αντιμετωπίσει σε φιλικό τον ΠΑΟΚ) χαρακτηρίστηκε ως επιτυχία από τον αθλητικό Τύπο, ειδικά στη Θεσσαλονίκη, όπου οι εφημερίδες έβλεπαν πως «επί των ημερών του ο Δικέφαλος θα επανεύρη τον δρόμον του...».
Το απόγευμα της 10ης Δεκεμβρίου έφτασε στη Θεσσαλονίκη και η πρώτη απόφαση που ανακοίνωσε ήταν ότι οι προπονήσεις της ομάδας θα γίνονται κεκλεισμένων των θυρών, με εξαίρεση ίσως μια προπόνηση κάθε εβδομάδα όπου θα επιτρεπόταν η παρουσία φιλάθλων στις κερκίδες της Τούμπας.
Άφησε την ομάδα στα χέρια του Πρόγιου μη θέλοντας να διαταράξει το ρυθμό προετοιμασίας της ενόψει του ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. Έκανε, όμως, κάτι διαφορετικό. Ταξίδεψε στην Αθήνα και «κατασκόπευσε» τους «ερυθρόλευκους» στο παιχνίδι με την Ουίπεστ δίνοντας οδηγίες πριν από το ματς στον προσωρινό προπονητή του «Δικεφάλου».
Εκείνη την Κυριακή, 15 Δεκεμβρίου του 1974, επέλεξε να μη καθίσει στον πάγκο. Είδε από την κερκίδα τον ΠΑΟΚ, υπό καταρρακτώδη βροχή, να κερδίζει 2-0 τον Ολυμπιακό και την Τρίτη 17 Δεκεμβρίου στη 1 το μεσημέρι έκανε την πρώτη του προπόνηση, στο βοηθητικό της Τούμπας, απέναντι από το γήπεδο, εκεί όπου στα μέσα της δεκαετίας του '90 χτίστηκε και υπάρχει ακόμη και σήμερα ένα σχολικό συγκρότημα.
Το πραγματικό ντεμπούτο, η Μπάρτσα κι ο τίτλος...
Ο Λόραντ έκανε ντεμπούτο στις 22 Δεκεμβρίου 1974, με το «Δικέφαλο» να συντρίβει με 7-1 την Καστοριά για τη 10η αγωνιστική του πρωταθλήματος, συνέχισε με «διπλό» (0-1) στο κακοτράχαλο, τότε, Περιστέρι επί του Ατρόμητου και ουσιαστικά στους πρώτους μήνες του στην Τούμπα, έβαλε γερές βάσεις για να οδηγήσει την επόμενη σεζόν τον ΠΑΟΚ στην κατάκτηση του πρώτου πρωταθλήματος.
Η κατάκτηση της 3ης θέσης οδήγησε τους «ασπρόμαυρους» στο κύπελλο ΟΥΕΦΑ και όταν η κληρωτίδα έφερε τους πανίσχυρους «μπλαουγκράνα» του Κρόιφ, του Νέσκενες και των άλλων αστέρων στο δρόμο, όλοι σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Εξαίρεση, ο Ουγγρογερμανός προπονητής. Ο αθεόφοβος, δίχως ίχνος ντροπής, δήλωσε την ημέρα της κλήρωσης πως ο ΠΑΟΚ θα κερδίσει την Μπαρτσελόνα!
Η «προφητεία» του αποδείχθηκε αληθινή στις 16 Σεπτεμβρίου του 1975, μπροστά σε 50.000 εκστασιασμένους ΠΑΟΚτσήδες, που αποφάσισαν να μετατρέψουν τον αγώνα σε διαδήλωση εναντίον του δικτάτορα Φράνκο, ο οποίος είχε δώσει εντολή για να εκτελεστούν πέντε Βάσκοι αυτονομιστές, προκαλώντας την παγκόσμια κατακραυγή.
Ο επίσημος ΠΑΟΚ συζήτησε ακόμη και το ενδεχόμενο της μη μετάβασης του στη Βαρκελώνη, με το Λόραντ να μην είναι αρνητικός, καθότι στην Τούμπα είχε κάνει το χρέος του και είχε κρατήσει την υπόσχεσή του. Με γκολ του Γιώργου Κούδα, όντως ο «Δικέφαλος», επικράτησε 1-0 της Μπαρτσελόνα.
Το τρικ του Μαγυάρου τεχνικού ήταν η τοποθέτηση του Νέτο Γκουερίνο, φύσει επιθετικού παίκτη, ως δεξιού φουλ μπακ-χαφ, στη θέση του απόντα Γιάννη Γούναρη. Ο βραζιλιάνος έκανε όργια, ανεβοκατεβαίνοντας τη δεξιά πλευρά, σε μια από τις κορυφαίες εμφανίσεις του με την ασπρόμαυρη φανέλα!
Στη χαραυγή του 1976 φάνηκαν τα πρώτα σημάδια τίτλου. Μαγεύοντας με την εμφάνισή της, στις 4 Ιανουαρίου, η ομάδα του Λόραντ πέρασε σαν σίφουνας από το στάδιο Καραϊσκάκη, διαλύοντας με 4-0 τον Ολυμπιακό. Και εκεί πάλι, ήταν απίστευτα γοητευτικός και μαεστρικός ο τρόπος με τον οποίο κοουτσάρισε την ομάδα, ο προπονητής της. Αναλύοντας την τακτική, ούτε λίγο ούτε πολύ, απαίτησε από τον Κούδα να έχει έναν και μόνο ρόλο μέσα στο γήπεδο. Να βρίσκεται πάντα μέσα στο χώρο της σέντρας του γηπέδου. «Μην τυχόν και βγεις από εκεί», ήταν τα λόγια του. Ο Κούδας μετά από το πρώτο ημίχρονο, όπου τελείωσε με τον ΠΑΟΚ να προηγείται με 1-0, άρχισε να απορεί, καθώς οι εντολές παρέμειναν οι ίδιες και στην ανάπαυλα. «Μην βγεις από τον κύκλο», επανέλαβε ο Λόραντ, που είχε διαπιστώσει ό,τι οι παίκτες του Ολυμπιακού, κυρίως οι αμυντικοί, είχαν πρόβλημα φυσικής κατάστασης και έπαιζαν πολύ λάθος το τεχνητό οφ σάιντ.
Πόνταρε, λοιπόν, στην ταχύτητα του Κούδα και δεν πέρασαν έξι λεπτά στο β' μέρος για να δικαιωθεί. Μετά από μια μεγάλη μπαλιά του Τερζανίδη, ο Κούδας ξεχύθηκε στην αντεπίθεση και σκόραρε για τον ΠΑΟΚ το δεύτερο γκολ. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και λίγο αργότερα, ο «Μεγαλέξανδρος» πέρασε την μπάλα πάνω από το κεφάλι του Γλέζου και πλάσαρε πριν η μπάλα σκάσει κάτω τον Κελεσίδη «κλειδώνοντας» τη νίκη. Ο Κούδας ήταν τόσο σίγουρος, που γύρισε προς την σέντρα πριν η μπάλα καταλήξει στα δίχτυα. Όρθιο το κατάμεστο Καραϊσκάκη τον αποθέωσε.
Το πρώτο αντίο πριν τη μοιραία επιστροφή...
Ο ΠΑΟΚ στέφθηκε τελικά πρωταθλητής Ελλάδας τη σεζόν 1975-'76 και λίγο πριν τελειώσει το πρωτάθλημα ήρθε η σύγκρουση του Λόραντ με τον Παντελάκη. Ένα επεισόδιο στο ξενοδοχείο της ομάδας και η απαίτηση του προπονητή για δημιουργία προπονητικών εγκαταστάσεων και ενίσχυσης στη μεταγραφική περίοδο ήταν οι (σοβαρές) αιτίες του διαζυγίου. Υπήρξαν κι άλλα επεισόδια, με τον Παρίδη και τον Αναστασιάδη, αλλά αυτά θα μπορούσαν να ξεπεραστούν.
Άφωνη η ποδοσφαιρική Ελλάδα έβλεπε τον διοικητικό ηγέτη του «Δικεφάλου» να απομακρύνει τον άνθρωπο που είχε οδηγήσει τον σύλλογο στην κατάκτηση του πρωταθλήματος για πρώτη φορά στην ιστορία του. Η ομάδα, μετά το τελευταίο παιχνίδι (Εθνικός – ΠΑΟΚ 0-4), αναχώρησε για την Κύπρο προκειμένου να δώσει ένα φιλικό υπέρ των προσφύγων κόντρα στον Απόλλωνα Λεμεσού, όπου ο Αγγελος Αναστασιάδης πέτυχε χατ-τρικ.
Η αποστολή επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη την Πέμπτη 27 Μαΐου του 1976 και πάνω από 3.000 φίλοι του στήνουν γιορτή στο αεροδρόμιο της Μίκρας. Ο Γκιούλα συνεχίζει να είναι ο ήρωας των φιλάθλων. Στον στολισμένο στα ασπρόμαυρο συνοικισμό του Φοίνικα σταμάτησαν το αυτοκίνητο και τον έβγαλαν έξω για να τον περιφέρουν στους ώμους. Όμως, η απόφαση του Παντελάκη δεν άλλαξε...
Ο Λόραντ κάνει την τελευταία του εμφάνιση στην Τούμπα, στο φιλικό κόντρα στον Ολυμπιακό, όπου ο ΠΑΟΚ γιόρτασε στις 2 Ιουνίου 1976 την κατάκτηση του πρωταθλήματος. Παραλαμβάνει το μετάλλιο, σηκώνει το τρόπαιο και σχεδόν εξαφανίζεται.
Τέσσερις μέρες αργότερα η διοίκηση οργανώνει γλέντι στη «Θεσσαλονικιά», υπό τους ήχους και τα τραγούδια της Μαρινέλας, αλλά ο Μαγυάρος δεν εμφανίζεται, ούτε στη γιορτή για τα 50 χρόνια του συλλόγου, που πραγματοποιήθηκε στις 14 Ιουνίου του 1976 στο «Μακεδονία Παλλάς».
Η επιστροφή του, σχεδόν τέσσερα χρόνια αργότερα, αποδείχθηκε μοιραία. Η Ελλάδα και ο ΠΑΟΚ ήταν το πεπρωμένο του. Το τελευταίο ταξίδι. Στα τέλη Απριλίου του 1980 ο αντιπρόεδρος της νεοσύστατης ΠΑΕ, Γιώργος Πετρίδης, βρέθηκε στη Γερμανία για να τον πείσει και να επανέλθει στον πάγκο της ομάδας, που μόλις είχε απομακρύνει τον Πολωνό, Εγκον Πίχατσεκ.
Η ανταπόκριση του Λόραντ ήταν άμεση και έτσι προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης το απόγευμα της Τρίτης 29 Απριλίου, όπου τον περίμεναν 2.000 φίλοι του Δικεφάλου, τον συγκίνησαν και τον συνόδευσαν μέχρι το Ηλέκτρα Παλάς όπου έμεινε εκείνο το βράδυ. Νωρίτερα, κάποιοι από τους οπαδούς είχαν ολοκληρώσει με επιτυχία την «επιχείρηση τενεκέδες».
Την επόμενη ημέρα βρέθηκε στην άκρη του πάγκου στο Καυτανζόγλειο για την ρεβάνς των προημιτελικών με αντίπαλο τον Άρη, που είχε επικρατήσει 1-0 στο πρώτο ματς έγινε σχεδόν δύο μήνες πριν (5 Μαρτίου 1980). Ο ΠΑΟΚ παρατάχθηκε μπροστά σε 40.000 κόσμο (34.641 εισιτήρια) με τον Λόραντ να κάθεται στην άκρη του πάγκου, αλλά όλη τη δουλειά να την έχει κάνει ο Αρίσταρχος Φουντουκίδης.
«Εγώ απλά μίλησα στα παιδιά πριν τον αγώνα και τους είπα να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό. Αυτό φάνηκε στην παράταση όταν οι παίκτες μας επιστράτευσαν όλες τους τις δυνάμεις και πήραν την πρόκριση», είπε μετά το ματς ο Μαγυάρος προπονητής, που είδε στο 60ο λεπτό τον Σταύρο Σαράφη να ισοφαρίζει το σκορ του πρώτου αγώνα και στο 110' τον Βασίλη Βασιλάκο να πετυχαίνει το γκολ της πρόκρισης.
Στην τελευταία του χρονιά, τα πάντα σταμάτησαν στο ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. Το ημερολόγιο έδειχνε «31 Μαΐου 1981». Η δεύτερη θητεία του στον ΠΑΟΚ έμελλε να τελειώσει με τόσο μοιραίο τρόπο...