Πόντους Βέρνμπλουμ, σε πρώτο πρόσωπο
SHARE:
«Η μητέρα μου λέγεται Άννα Καρίν με μεγάλωσε μόνη της. Μέναμε σε ένα διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία στο Κούνγκαλβ, μια μικρή πόλη 23.000 κατοίκων όχι μακριά από το Γκέτεμποργκ. Ο πατέρας μου ήταν απών, δεν ήθελε να έχει επαφή με τη γυναίκα του και το παιδί του. Με το πέρασμα των χρόνων, όταν μεγάλωσα και έγινα λίγο πιο γνωστός επικοινώνησε μαζί μου, μιλήσαμε...
Άρχισα, στα επτά μου, να παίζω μπάλα στην τοπική ομάδα. Γενικά δεν ήμουν καλός, το αντίθετο θα έλεγα, αλλά ήμουν καλός στο γκολ. Παρακολουθώντας το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 άρχισα να σκέφτομαι ότι μπορώ να γίνω ένας πολύ καλός ποδοσφαιριστής.
Το άρθρο συνεχίζεται μετά τη διαφήμιση
Θυμάμαι εκείνο το καλοκαίρι. Η μαμά μου έφτιαχνε κάθε πρωί μια τσάντα με φαγητό για να βγαίνω στην γειτονιά και να παίζω με τους φίλους μου όλη μέρα. Γύριζα στο σπίτι το βράδυ και καθόμουν να δω τα παιχνίδια του Μουντιάλ. Στη Σουηδία μεταδίδονταν το βράδυ και έμενα ξύπνιος ως αργά. Την άλλη μέρα βγαίναμε στη γειτονιά και κάναμε ότι ήμαστε οι ποδοσφαιριστές που είχαμε δει στην τηλεόραση. Χωριζόμασταν σε ομάδες και ο ένας ήταν ο Νταλίν, ο άλλος ο Μπρολίν. Εγώ ήμουν πάντα ο ο Ζορζ Γουεά. Υπάρχει εξήγηση γι' αυτό. Η μητέρα μου είχε κάνει δώρο ένα ζευγάρι κατακόκινα ποδοσφαιρικά παπούτσια με το όνομα του Γουεά. Ήταν τα πρώτα μου ποδοσφαιρικά παπούτσια.
Η μητερα μου ήταν νοσοκόμα και φρόντιζε ηλικιωμένoυς. Νομίζω ότι είναι μια πολύ ωραία και σημαντική δουλειά. Όταν ήμουν μικρός, ήταν πάντα γενναιόδωρη μαζί μου, αλλά ποτέ δεν ήταν πολύ γενναιόδωρη με τον εαυτό της. Μου έδινε τα πάντα, δεν κρατούσε τίποτα για την ίδια. Πάντα έπαιρνα νέα παπούτσια ποδοσφαίρου, ενώ εκείνη δεν είχε καν καλό κρεβάτι για να κοιμάται και προτιμούσε ένα στρώμα. Τότε δεν μπορούσα να σκεφτώ τη θυσία της. Το σκέφτηκα αργότερα. Ένα ζευγάρι παπούτσια ποδοσφαίρου εξακολουθεί να κοστίζει 2.000 κορώνες. Τι απέμενε από το μισθό της;».
Όταν ήμουν 12, η μητέρα μου γνώρισε έναν άνδρα. Αποφασίσαμε να μετακομίσουμε στο Σούρτε και ξαφνικά ενώ ήμουν μόνος μου απέκτησα τρία μικρότερα αδέρφια. Τότε είχα αρχίσει να παίζω και χάντμπολ και ήμουν μάλλον πολύ καλύτερος σε αυτό απ΄ ότι στο ποδόσφαιρο. Κάποια στιγμή η μητέρα μου έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στα δύο και αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερα να συνεχίζω το ποδόσφαιρο διότι το χάντμπολ της φαινόταν βαρετό.
Έπαιζα πια στην IK Kongahälla, που τότε ήταν στην δεύτερη τοπική κατηγορία. Στο σχολείο είχα γυμναστή τον Ολε Σουλτάν, ο οποίος δούλευε και ως προπονητής φυσικής κατάστασης στην ομάδα της Γκέτεμποργκ. Αυτός ήταν που με πρότεινε, αλλά η δική μου ομάδα αντιδρούσε και δεν ήθελε να με αφήσει να φύγω. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να μην πηγαίνω στις προπονήσεις, μέχρι να αλλάξουν γνώμη και να αφήσουν. Τελικά εντάχθηκα στις μικρές ομάδες της Γκέτεμποργκ, έφευγα από το σπίτι στις επτά το πρωί και πήγαινα αμέσως μετά στην προπόνηση.
Στα 18 μου βρέθηκα στη μεγάλη ομάδα. Στη δεύτερη εμφάνισή μου με τη Γκέτεμποργκ, κόντρα στη Βόλφσμπουργκ για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, δέχθηκα κίτρινη κάρτα για μαρκάρισμα στον Ντ' Αλεσάντρο. Ήταν ένας πολύ καλός παίκτης, ο ηγέτης της ομάδας του. Ήξερα ότι δεν θα έπαιζα άλλον αγώνα, δεν θα ήμουν στην αρχική ενδεκάδα, γι 'αυτό και θα ήθελα να πάρω μια κίτρινη κάρτα. Πήρε τη μπάλα, έτρεξα και τον χτύπησα από πίσω. Άκουσα φωνές, αλλά ήμουν πολύ ευχαριστημένος.
Τα πρώτα δύο χρόνια στην Γκέτεμποργκ δεν ήταν ευχάριστα. Δεν αισθανόμουν καλά, σαν να έφευγε ο χρόνος χωρίς να κάνω κάτι. Είχα χάσει την αυτοεκτίμησή μου, σκεφτόμουν ότι θα ήταν καλύτερα να φύγω. Κατέκτησα πρωτάθλημα, κύπελλο και σούπερ καπ και το 2009 αποφάσισα να πάω στην Άλκμααρ. Προπονητής ήταν ο Κούμαν, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον φαν Χάαλ. Οι πρώτοι έξι μήνες ήταν δύσκολοι, ήμουν μόνος στη μεσαία γραμμή, ένιωθα ότι δεν μπορούσα να βοηθήσω. Η ομάδα γενικά δεν πήγαινε καλά με αποτέλεσμα να απολυθεί ο Κούμαν και να αναλάβει ο Άνβοκαατ με τον οποίο ταίριαξα καλύτερα. Κόντρα στη Φέγενορντ εκτός έδρας πέτυχα αυτογκόλ, νικήσαμε τελικά, αλλά την επόμενη μέρα, ο προπονητής μου έβαλε τις φωνές μπροστά σε όλους ενώ έδειχνε σε βίντεο ξανά και ξανά τη φάση του αυτογκόλ. Ο Άντβοκαατ με έκανε κεντρικό αμυντικό.
Όταν ο Άνβοκαατ πήγε στην Ντιναμό Μόσχας, με ήθελε μαζί του. Τελικά πήγα στη Μόσχα, αλλά για την ΤΣΣΚΑ που έδωσε περισσότερα χρήματα. Με ήθελαν πολύ εκεί και ο προπονητής, ο Λεονίντ Σλούτσκι, και ο Ρόμαν Μπαμπάεφ, που ήταν εκτελεστικός διευθυντής. Μπορούσαν να ικανοποιήσουν κάθε επιθυμία μου, για να δείξουν ότι με ήθελαν.
Έκανα ντεμπούτο στα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ και πέτυχα και γκολ! Ισοφάρισα σε 1-1 μετά το γκολ του Ρονάλντο. Νομίζω ότι όταν μεγαλώσω θα λέω στα εγγόνια μου γι' αυτό το γκολ». Σιγά σιγά και λόγω των αναγκών της ομάδας άρχισα να βγαίνω και πιο μπροστά και να σκοράρω. Η οικογένειά μου είχε εγκατασταθεί μαζί μου, δεν είχαν πρόβλημα προσαρμογής και έτσι αποφάσισα να συνεχίσω.
Στην ΤΣΣΚΑ έπαιξα και κεντρικός αμυντικός, και εξάρι, και επιθετικό χαφ και φορ. Μετά τον τραυματισμό μου, πριν από μερικούς μήνες, άρχισα να σκέφτομαι ότι μετά από 224 παιχνίδια, 22 γκολ (σ.σ. αλλά και 92 κίτρινες κάρτες) ίσως είχε κλείσει ο κύκλος μου στην ομάδα.
Α! Θυμάμαι πολύ έντονα και την τέταρτη συμμετοχή μου στην εθνική ομάδα. Θυμάμαι και την πρώτη, αλλά η τέταρτη ήταν πιο σημαντική επειδή ήταν μαζεμένοι όλοι οι διεθνείς. Ήμαστε σε ένα ξενοδοχείο στο Μιλάνο και μαζευόμαστε καθώς οι υπεύθυνοι της εθνικής ομάδας θέλουν να με παρουσιάσουν στους υπόλοιπους, τους πιο παλιούς και περισσότερο έμπειρους. Και γυρίζει προς το μέρος μου ο ομοσπονδιακός τεχνικός Έρικ Χάμρεν και λέει:
'Θέλω να τολμήσεις. Τα συστήματα είναι κυρίως ένα παιχνίδι αριθμών, το σημαντικό είναι το πώς εκτελούμε το πλάνο στο γήπεδο'. Κι εγώ κάθισα μετά μόνος μου και σκεφτόμουν όσα είχα πει παλαιότερα για τον εαυτό μου: ότι ήμουν ένας αδύναμο παιδί που τελικά βρήκα τον τρόπο να παίξω ποδόσφαιρο και ότι αν δεν είχα μέσα από τόση ενέργεια θα κατέληγα να παίζω στην τέταρτη κατηγορία. Τόλμη και ενέργεια μου ζήτησαν. Και αυτό έκανα. Ήμουν 23 χρόνων τότε και παρουσιάστηκα σε όλους. Ήμουν ο Πόντους Βέρνμπλουμ».