«Ο ΠΑΟΚ άλλαξε τη ζωή μου»
SHARE:
Στη συνέντευξή του, μεταξύ άλλων, εξηγεί το πώς χάθηκε το πρωτάθλημα του 1988, χαρακτηρίζει ως λάθος την απόφαση του Θωμά Βουλινού να αποσύρει την ομάδα από το ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό, μιλάει για όλους τους προπονητές και τους προέδρους με τους οποίους συνεργάστηκε στο Δικέφαλο, θυμάται τη χειρότερη μέρα της ζωής του όταν επέστρεψε ως αντίπαλος στην Τούμπα, ενώ εκφράζει και το παράπονό του όταν δεν του δόθηκε ο κατάλληλος χρόνος, όντας στον πάγκο του ΠΑΟΚ.
Όλα άρχισαν το καλοκαίρι του 1986, όταν έγινε η μεταγραφή στον ΠΑΟΚ από την Καβάλα, στην οποία είχε συμπληρώσει πενταετία. Ο ίδιος θυμάται: «Υπήρχε ενδιαφέρον και από ΑΕΚ και από Ολυμπιακό. Από μικρός, βέβαια, συμπαθούσα περισσότερο τις ομάδες της Θεσσαλονίκης και, κυρίως, τον ΠΑΟΚ. Σημαντικό ρόλο έπαιξε κι ο Μιχάλης Μπέλλης, τον οποίο είχα προπονητή νωρίτερα στην Καβάλα. Την προηγούμενη σεζόν είχε γίνει ένα φιλικό ματς του ΠΑΟΚ και της Καβάλας, οι άνθρωποι του ΠΑΟΚ με είδαν αγωνιζόμενο και λίγους μήνες αργότερα έγινε η μεταγραφή επί προεδρίας Χάρη Σαββίδη».
Πώς ήταν η προσαρμογή σας στον ΠΑΟΚ;
«Φάνηκε ήδη από τα φιλικά παιχνίδια του καλοκαιριού ότι θα ήμουν βασικός, έστω κι αν προερχόμουν από μια ομάδα Β΄ εθνικής, όντας παράλληλα υποχρεωμένος να συναγωνιστώ τους πολύ καλούς παίκτες, που διέθετε ο ΠΑΟΚ. Από την πρώτη στιγμή ο κόσμος μ' αποδέχτηκε, μου είχε συμπεριφερθεί πολύ καλά. Στο τελευταίο, όμως, παιχνίδι προετοιμασίας, στην Τούμπα εναντίον του Ηρακλή τραυματίστηκα στον αστράγαλο και υποχρεώθηκα να χάσω τα πρώτα ματς πρωταθλήματος. Εχασα τη φόρμα μου, κι όταν επανήλθα και μετά, είχα ταλαιπωρηθεί μέχρι να βρω το ρόλο μου. Ευτυχώς εκείνος ο τραυματισμός δεν είχε περαιτέρω συνέπειες και τα χρόνια που ακολούθησαν, ήμουν βασικός στην ομάδα».
Την επόμενη σεζόν, 1987-88, ο ΠΑΟΚ διεκδίκησε τον τίτλο. Ηταν μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία;
«Δύο παιχνίδια ήταν πολύ σημαδιακά, όσο και καθοριστικά για να μην πάρουμε το πρωτάθλημα. Το ένα ήταν στο Αλκαζάρ για την τελευταία αγωνιστική του α΄ γύρου, όταν η Λάρισα (σ. σ. μετέπειτα πρωταθλήτρια) ισοφάρισε σε 1-1 στο 90΄ με εκτέλεση φάουλ του Μητσιμπόνα. Τρεις αγωνιστικές μετά παίζαμε στη Βέροια. Σε ένα γήπεδο γεμάτο ΠΑΟΚτσήδες δείξαμε υπεροψία και με τη σκέψη ότι, εύκολα ή δύσκολα, θα το παίρναμε. Προηγηθήκαμε στο σκορ, αλλά στο τέλος η Βέροια νίκησε 2-1. Ηταν μια μεγάλη απογοήτευση, εκείνοι οι δύο χαμένοι βαθμοί μας στοίχησαν πολύ, μια και στο τέλος η διαφορά μας από τη Λάρισα ήταν τέσσερις βαθμοί. Σκεφθείτε ότι τελευταία αγωνιστική παίζαμε στην Τούμπα με τη Λάρισα και, αν κρίνονταν εκεί ο τίτλος, δεν υπήρχε περίπτωση να μην νικούσαμε. Ένα τέτοιο ματς θα το κέρδιζε ο κόσμος, ενώ και για εμάς τους παίκτες θα ήταν ένα τεράστιο κίνητρο για να ετοιμαστούμε και να παίξουμε έναν τέτοιον αγώνα».
Τι αντίκτυπο είχε στην ομάδα η αλλαγή προπονητή στα μισά περίπου της σεζόν με τη «μεταγραφή» του Λίμπρεχτς στον Ολυμπιακό;
«Δεν μας επηρέασε αρνητικά. Η ομάδα είχε καλές βάσεις και την ανέλαβε ο Μιχάλης Μπέλλης, που ήταν ήδη μαζί με τον Λίμπρεχτς. Συνεπώς, δεν άλλαξε ούτε το πρόγραμμα των προπονήσεων, ούτε ο τρόπος, με τον οποίο αντιμετωπίζαμε τα παιχνίδια. Σε κάθε περίπτωση, μετά την αποχώρηση των Λίμπρεχτς και Μπανιώτη το βάρος έπεσε στους υπόλοιπους παίκτες, οι οποίοι και ήθελαν και μπορούσαν να το σηκώσουν. Εμφανιστήκαμε πολύ έτοιμοι στα παιχνίδια, που αμέσως μετά ακολούθησαν για ν' αποδείξουμε ότι, ναι, εμείς μπορούμε».
Κι όμως, εκείνη η τόσο ανταγωνιστική ομάδα είχε αποκλειστεί στο κύπελλο από την Καστοριά, που αγωνίζονταν στη Β΄ κατηγορία, και μάλιστα σε διπλά παιχνίδια.
«Δεν φροντίσαμε να... καθαρίσουμε την πρόκριση από την Τούμπα, όπου είχαμε νικήσει 2-1. Στη ρεβάνς συναντήσαμε έναν παθιασμένο αντίπαλο, οι παίκτες της Καστοριάς είχαν μεγάλο κίνητρο ν' αποκλείσουν τον ΠΑΟΚ, ο αγώνας έγινε σε χωμάτινο γήπεδο και κάπως έτσι ήρθε το κάζο για εμάς. Όταν, όμως, δεν παρουσιάζεσαι έτοιμος στο παιχνίδι, αυτά παθαίνεις».
Αλλά και την επόμενη σεζόν, 1988-89, υπήρξε αλλαγή προπονητή μεσούσης της σεζόν.
«Είχαμε πάλι μια πολύ καλή ομάδα, μια κι ο βασικός κορμός των παικτών είχε παραμείνει κι η ομάδα είχε επιπλέον ενισχυθεί. Μετά, όμως, από την ήττα στο Αλκαζάρ στην έναρξη του β΄ γύρου η διοίκηση απομάκρυνε τον Ρίνους Ισραελ από τον πάγκο. Ηταν μια λανθασμένη απόφαση, μια και βρισκόμασταν πολύ κοντά στην κορυφή. Ανέλαβε ο Νίκος Αλέφαντος, με τον οποίο δεν μπορέσαμε να 'δεθούμε' για να συνεχίσουμε αυτό, που είχαμε κάνει. Στο τέλος εκείνης της σεζόν ήρθε κι η περιοδεία στην Αυστραλία. Εμείς, βέβαια, νομίζαμε ότι είχαμε πάει για αθλητικούς λόγους, αλλά το ταξίδι είχε γίνει για το Μακεδονικό ζήτημα, το οποίο τότε είχε αρχίσει να βγαίνει πολύ έντονα στην επικαιρότητα. Όταν πήγαμε εκεί και συμμετείχαμε σε διάφορες εκδηλώσεις, αντιληφθήκαμε ότι το ταξίδι είχε γίνει, όχι για να κάνουμε παιχνίδια, αλλά για να παίξουμε έναν άλλο ρόλο...».
Εκανε καλά ή όχι ο Βουλινός, που απέσυρε τον ΠΑΟΚ από το ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό στην αρχή της περιόδου 1990-91;
«Ηταν λάθος η αποχώρησή μας από τον αγώνα γιατί αμέσως μας έβγαλε εκτός στόχων. Όταν ο πρόεδρος είχε μπει μέσα στο γήπεδο για να πάρει την ομάδα, κάποιοι από τους παίκτες προσπαθήσαμε να τον μεταπείσουμε, αλλά δεν το καταφέραμε, μια κι ο ίδιος ήταν πολύ αποφασισμένος. Αυτό που δεν ξέρει ο πολύς κόσμος είναι ότι, λίγο καιρό αργότερα, στο εκτός έδρας ματς κυπέλλου με τον Ολυμπιακό, ο Βουλινός ήθελε και πάλι ν' αποσύρει την ομάδα από το γήπεδο. Τότε, όμως, συνάντησε την αποφασιστική στάση των παικτών, που, παρά το σε βάρος μας 2-0, ήμασταν πεπεισμένοι ότι μπορούσαμε να κάνουμε την ανατροπή στην Τούμπα. Όπως κι έγινε με το 3-0».
Την τελευταία σεζόν στον ΠΑΟΚ πετύχατε και τα περισσότερα γκολ, πέντε, εκ των οποίων τα τέσσερα με πέναλτι.
«Το πρώτο από εκείνα ήταν στη ρεβάνς κυπέλλου με τον Ολυμπιακό, χωρίς να έχω την... εντολή. Στα πρώτα λεπτά κερδίσαμε πέναλτι, εκτελεστής των οποίων ήταν ο Γιώργος Σκαρτάδος. Παίρνει την μπάλα στα χέρια, λέγοντάς μου ότι δεν ένιωθε τόσο καλά κι ότι καλύτερα θα ήταν να το εκτελέσω εγώ. Ηξερε ότι ήμουν... προπονημένος στις εκτελέσεις, μια και μετά το τέλος των καθημερινών προπονήσεων καθόμουν με τον Γιάννη Γκιτσιούδη και βάζαμε στοίχημα στα μεταξύ μας πέναλτι για το ποιος θα κερνούσε μετά τον καφέ. Μετά, λοιπόν, από τη ρεβάνς με τον Ολυμπιακό είχα αναλάβει τις εκτελέσεις των πέναλτι».
Ποιόν θεωρείτε πληρέστερο συμπαίκτη σας στον ΠΑΟΚ;
«Τον Γιώργο Σκαρτάδο. Όταν ήταν μέσα στο γήπεδο, νιώθαμε ότι είχαμε ένα στήριγμα κι η απόδοσή μας ήταν ανάλογη. Όταν δεν έπαιζε, ήταν σαν να έλειπε το βασικό γρανάζι της ομάδας. Χωρίς να το διατυμπανίζει, λειτουργούσε για το καλό της ομάδας».
Γιατί αποχωρήσατε από τον ΠΑΟΚ το καλοκαίρι του 1991;
«Δεν είχα κανένα λόγο να φύγω από τον ΠΑΟΚ. Αντιθέτως, ήθελα πολύ να μείνω. Ο,τι συνέβη, ήταν ξεκάθαρα θέμα Βουλινού. Δεν ήθελε να παραμείνω στον ΠΑΟΚ, όπως δεν ήθελε να κρατήσει και την παλιά φρουρά των παικτών. Κάθε χρόνο έδιωχνε δύο-τρεις, με τον τρόπο του. Ελεγε ότι σε θέλω, αλλά η οικονομική του προσφορά ήταν τέτοια, που όχι μόνο σε μείωνε, αλλά δημιουργούσε και προβλήματα στις σχέσεις των παικτών στα αποδυτήρια».
Αν θα μπορούσατε να παίξετε πάλι ένα ματς, ποιο θα ήταν αυτό;
«Το ΠΑΟΚ-Σεβίλλη. Είχα κάνει μία από τις καλύτερες εμφανίσεις μου. Είχαμε βάλει δύο ή τρία γκολ, δεν θυμάμαι ακριβώς, δεν έχω ξαναδεί το παιχνίδι, αλλά ο διαιτητής τα είχε ακυρώσει όλα. Δεν θέλω να δω τη διαδικασία των πέναλτι, γιατί στενοχωριέμαι. Θα ήταν μια σπουδαία πρόκριση, από κάθε άποψη».
Πώς ήταν η επιστροφή σας ως αντίπαλος στην Τούμπα στο ΠΑΟΚ-Παναθηναϊκός 1-0 της 19ης Ιανουαρίου 1992;
«Η πιο δύσκολη ημέρα της ζωής μου. Ηταν μια πολύ άσχημη εμπειρία, ο κόσμος με αποδοκίμασε, ήθελα ν' ανοίξει η γη να με καταπιεί. Ο Βασίλης Δανιήλ με είχε χρησιμοποιήσει ως αριστερό μπακ, είχα τραγική απόδοση. Το ιδανικό για μένα θα ήταν να μην έπαιζα καθόλου, να μην ερχόμουν καν στην Τούμπα. Βέβαια, όταν είσαι επαγγελματίας, πρέπει ν' ακολουθείς τις εντολές της ομάδας σου».
Περιγράψτε μας με δύο λόγια τους προπονητές και τους προέδρους, με τους οποίους συνεργαστήκατε στον ΠΑΟΚ.
«Ο Λίμπρεχτς ήταν πολύ καλός, αυστηρός προπονητής, αμείλικτος σε θέματα πειθαρχίας. Εργατικός, προσπαθούσε να μας βοηθήσει. Δεν νομίζω ότι θα έφευγε από τον ΠΑΟΚ, ακόμη κι όταν θα τελείωνε το συμβόλαιό του, η ομάδα θα ήθελε να τον κρατήσει. Μεσολάβησε, όμως, η πρόταση του Ολυμπιακού επί εποχής Κοσκωτά. Για τον Μπέλλη πρώτα έμπαινε η αγάπη του για την ομάδα και μετά το θέμα της προπονητικής. Επηρέαζε το συναίσθημα των παικτών. Ο Ισραελ ήταν ο πιο αδικημένος, έπρεπε να μείνει στον ΠΑΟΚ για πολλά χρόνια. Η απόφαση της διοίκησης να τον απομακρύνει ήταν για μένα ακατανόητη. Ο Αλέφαντος δεν 'δέθηκε' με τη νοοτροπία του ΠΑΟΚ. Ο Γιάκομπς, σε σχέση με τον Ισραελ ήταν πιο κοντά στους παίκτες, προπονητικά, όμως, ήταν ένα... κλικ πιο κάτω, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ήταν καλός τεχνικός. Ο Τερζανίδης, όπως κι ο Μπέλλης, επηρέαζε θετικά την ψυχολογία των παικτών. Οσο για τους προέδρους; Επί διοίκησης Σαββίδη δεν είχαμε προβλήματα. Ο Δεδέογλου είχε μπει... δυναμικά, εμείς οι παίκτες νιώθαμε άνετα επί θητείας του, η οποία, όμως, δεν διήρκεσε πολύ. Ο Βουλινός έβαλε τα περισσότερα χρήματα, αλλά επί διοίκησής του έγιναν και πολλά λάθη».
Νιώσατε διαφορετική αντιμετώπιση, από πλευράς διαιτησίας, ως παίκτης του Παναθηναϊκού σε σύγκριση με τη θητεία σας στον ΠΑΟΚ;
«Ναι, ήταν μεγάλη η διαφορά. Ενιωσα μεγαλύτερο... σεβασμό από τους διαιτητές. Τότε, βέβαια, ο Παναθηναϊκός ήταν μια πολύ μεγάλη ποδοσφαιρική δύναμη, και στο αγωνιστικό, αλλά και στο εξωαγωνιστικό κομμάτι, όπου μεγάλο ρόλο έπαιζε η οικογένεια Βαρδινογιάννη».
Ηταν εύκολη η απόφαση να αναλάβετε το Φεβρουάριο του 2005 την τεχνική ηγεσία του ΠΑΟΚ;
«Όταν σε καλεί ο ΠΑΟΚ να αναλάβεις προπονητής, σαφώς ήταν και πολύ εύκολο για μένα να αποδεχτώ την πρόταση. Δεν είχε καμία σημασία ότι εκείνη την εποχή υπήρχαν προβλήματα, ούτε το ποιος ήταν στη διοίκηση. Δεν πήγα στον ΠΑΟΚ για τα χρήματα, άλλωστε είχα πάρει πολύ λίγα. Η πρώτη σεζόν ήταν θετική, έπαιξε ένα ρόλο η παρουσία μου, άλλαξα τον τρόπο, με τον οποίο αντιμετώπιζαν τα πράγματα εδώ. Υπήρχαν καταλήψεις στα γραφεία, μετά από διαδοχικές νίκες οι καταλήψεις σταμάτησαν, άνοιξαν τα γραφεία, άρχισε να λειτουργεί η ομάδα. Στην επόμενη, όμως, σεζόν, δεν μου δόθηκε ο χρόνος, παρά το ότι είχε γίνει μια καλή προετοιμασία στη διάρκεια του καλοκαιριού. Πολύ γρήγορα πήραν την απόφαση να φύγω από την ομάδα, δεν ξέρω τους λόγους. Αυτό συνέβη μετά το 1-1 με τη Μέταλουργκ, κι ενώ στη ρεβάνς η ομάδα έφερε 2-2 και πήρε την πρόκριση. Είχε προηγηθεί η ήττα στην πρεμιέρα από την Ξάνθη, όπου όλοι απορούσαμε για τα τρία γκολ, που μας είχαν ακυρωθεί. Εάν είχαν αφήσει εκείνη την ομάδα να λειτουργήσει, θα έφθασε σε καλό επίπεδο για εκείνη την εποχή και τη δυναμική, που είχε ο ΠΑΟΚ. Είχαμε πάρει καλούς παίκτες, αρχίσαμε να φτιάχνουμε μια καλή ομάδα, την οργανώσαμε με νέους κι έμπειρους, όλη εκείνη η νέα κατάσταση ήθελε το χρόνο της. Ομως, δεν μπορώ να καταλάβω για πιο λόγο αποφάσισαν να φύγει ο προπονητής».
Στο τέλος της σεζόν 2005-06, στο παιχνίδι της Καλαμαριάς με τον Απόλλωνα, δώσατε την ευκαιρία στον Χριστοδουλόπουλο να κάνει το ντεμπούτο του στο πρωτάθλημα. Θα μπορούσε η σχέση ΠΑΟΚ-Χριστοδουλόπουλου να είχε εξελιχθεί διαφορετικά;
«Όχι, γιατί εκείνη την εποχή ο ΠΑΟΚ έπρεπε να κάνει πωλήσεις παικτών για να εισπράξει και να μπορέσει να λειτουργήσει. Ο Σαλπιγγίδης, ο Μελίσσης, όλα αυτά τα παιδιά έφυγαν για αυτόν ακριβώς το λόγο. Αν υπήρχε η τωρινή κατάσταση της ΠΑΕ, θα είχαν εξελιχθεί και τότε διαφορετικά τα πράγματα».
Τι θα βάζατε ως επίλογο σ' αυτή τη συνέντευξη;
«Στο ποδόσφαιρο έχω συμπληρώσει 43 χρόνια ως επαγγελματίας, παίκτης και προπονητής. Η διάθεσή μου, η ψυχολογία μου αλλάζουν, όταν πηγαίνω στην Τούμπα για να δω τον ΠΑΟΚ, πλέον ως φίλαθλος. Υπηρέτησα την ομάδα, κάτι που δεν μπορούσα να φανταστώ μικρός, αλλά με την πάροδο των χρόνων άρχισε να γίνεται όνειρο, ότι θα μπορούσα κι εγώ να φθάσω να παίξω στον ΠΑΟΚ. Στα 60 μου χρόνια εξακολουθώ να νιώθω αυτήν τη συγκίνηση και τη χαρά, όταν πηγαίνω στην Τούμπα. Αν εξαιρέσω την οικογένεια, τίποτα άλλο δεν με ικανοποιεί περισσότερο από το να βρίσκομαι στο γήπεδο. Η θητεία μου στον ΠΑΟΚ άλλαξε τη ζωή μου, όχι μόνο επαγγελματικά, αλλά και κοινωνικά. Με έκανε να δω τα πράγματα με διαφορετικό μάτι, αφού έχω περάσει από αυτό το σχολείο, που λέγεται ΠΑΟΚ».