Το άγγιγμα του Μίδα
SHARE:
Ο τεχνικός της Columbus Crew διέκοψε βιαστικά την προπόνηση και διέταξε τους παίκτες της ομάδες να συγκεντρωθούν στο κέντρο του γηπέδου και να παραταχθούν σε δύο γραμμές. Ήταν φανερό ότι κάποιος VIP θα έκανε την εμφάνιση του στην πόλη του Οχάιο, όπου σπάνια πατάει το πόδι του κάποιος που γνωρίζει καλά το τόπι, εκτός αν μιλάμε για μπάσκετ. Ο Σίγκι Σμιντ πήρε ύφος στρατηγού και σύστησε στους παίκτες του τον νέο σερίφη της πόλης: «Τον βλέπετε αυτόν; Αυτός έχει κατακτήσει 16 τίτλους με την Μπόκα Τζούνιορς. Σεβαστείτε τον! Από εδώ και πέρα θα κάνετε ότι θέλει αυτός»! Τα λόγια του φαίνεται ότι ρίζωσαν καλά στον εγκέφαλο των παικτών της τόπο. Στα τρία χρόνια που έμεινε στις Η.Π.Α. ο Γκιγέρμο Μπάρος Σελότο, κάνοντας πράξη το american dream, τράβηξε μπλακ-τζακ. Κατέκτησε άλλους 5 τίτλους, έφτασε τους 21 και δικαιολογημένα κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια ως ένας ποδοσφαιρικός Μίδας από την Αργεντινή, ο οποίος ότι άγγιζε γινόταν χρυσός!
Δύο σώματα, μία ψυχή
Λένε πως τα μονοζυγωτικά δίδυμα είναι στην πραγματικότητα μία ψυχή σε δύο σώματα. Κανείς δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιος είναι ο Γκιγέρμο και ποιος ο Γκουστάβο, εκτός αν τους έβλεπε μαζί στο γήπεδο. Αυτό ήταν το τρικ που σκαρφίστηκε ο Δον Ούγκο Μπάρος Σελότο, ο οποίος εκτός από φημισμένος γυναικολόγος έγινε αργότερα πρόεδρος της Χιμνάσια Λά Πλάτα της ομάδας που υιοθέτησε το ταλέντο των δύο υιών του σε πείσμα της δασκάλας μαμάς Κριστίνα που ήθελε τα παιδιά της πάνω από τα βιβλία.
Στην ίδια ομάδα έπαιζε νωρίτερα και ο Πάμπλο, πρεσβύτερος γιος της φαμίλιας. Μόνο που εκείνος ήταν ένας ατάλαντος τερματοφύλακας, ο οποίος κατάλαβε γρήγορα ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι για αυτόν και το γύρισε για άλλες ασχολίες. Συμπτωματικά στην ίδια γειτονιά, στο ίδιο σχολείο του Sagrado Corazón de Jesús de La Plata, την ίδια εποχή όπου οι δίδυμοι έκαναν μόστρα το ταλέντο τους στην μπάλα υπήρχε ένα άλλο αντίπαλο δέος. Ένας υπέρ-ανεπτυγμένος πιτσιρικάς, που αργότερα θα γινόταν ο καλύτερος σωματοφύλακας των διδύμων, ο Μαρτίν Παλέρμο.
Ζωή σαν παραμύθι
Οι δίδυμοι ήταν και είναι μία ζωή αχώριστοι. Μπορεί να μοιάζουν εξωφρενικά, όμως ο Θεός χάρισε λιγάκι περισσότερο ταλέντο (και ηγετικό χάρισμα) στον Γκιγέρμο. Εκείνος ήταν ένας γογοπόδαρος δεξιός εξτρέμ που σκότωνε στο ένας εναντίον ενός, την ώρα που ο Γκουστάβο ήταν ένας πολύτιμος εργάτης στα χαφ. Μόνο ο Γκιγέρμο έγινε διεθνής με την Εθνική Αργεντινής (10 φορές), μόνο εκείνος έγινε θρύλος της Μπόκα Τζούνιορς όπου έμεινε για γεμάτη δεκαετία (1997-2007), αφού ο δίδυμος αδελφός του εξοστρακίστηκε μετά την πρώτη τριετία. Από τότε που αποφάσισαν να ασχοληθούν με την προπονητική, ο Γκιγέρμο είναι ο πρώτος προπονητής και ο Γκουστάβο ο βοηθός του. Εκείνος βγαίνει μπροστά και όλα και ο Γκουστάβο σιγοντάρει από πίσω. Όπως γινόταν πάντα.
Έφυγε από το ποδόσφαιρο πλήρης ημερών. Λίγο πριν αποχωρήσει από τις Η.Π.Α έφυγε με το τρόπαιο του MVP ανά χείρας και με μία επίσκεψη στον Λευκό Οίκο, όπου αντάλλαξε πάσες με τον Μπαράκ Ομπάμα, στον οποίο δίδαξε μερικά κόλπα. Την τελευταία του σεζόν την έβγαλε στην αγαπημένη του Χιμνάσια, στην οποία έπαιξε με μηδενικό συμβόλαιο. Δεν χρειαζόταν άλλα χρήματα. Δεν ήθελε να επιβαρύνει οικονομικά την μεγάλη του αγάπη. Ήθελε να είναι απλώς εντάξει με την συνείδηση του. Να ολοκληρώσει ένα τέλειο κύκλο.
Ο προπονητής
Το μικρόβιο της προπονητικής του το κόλλησε ο Γκουστάβο. Εκείνος γύρισε περισσότερα μέρη. Συγχρωτίστηκε με περισσότερους προπονητές. Εκείνος που τους επηρέασε περισσότερο από κάθε άλλον είναι ο επαναστατικός Λουίς Σεζάρ Μενότι με το γεμάτο αλεγρία ποδόσφαιρο του. Από κοντά και ο Κάρλος Μπιάντσι. Σε μία από τις δύο αυτοβιογραφίες του (Guillermo, el terrible. Historia de un ídolo) οι δύο τους γράφουν από ένα κεφάλαιο για τον Γκίγε. Μερικές σελίδες πιο κάτω, ο Ντιέγκο Μαραντόνα γράφει για έναν από τους κορυφαίους όλων των εποχών που πέρασαν με την φανέλα της Μπόκα. Ένα είδωλο. Έναν αληθινά μεγάλο. Για να το λέει εκείνος, κάτι θα ξέρει...
Από την εμπειρία του στις Η.Π.Α έμαθε ένα χρήσιμο εργαλείο για την μελλοντική του δουλειά: καλά αγγλικά. Παρόλα αυτά είναι της παλιάς σχολής. Δεν έκανε ποτέ του τατού, σιχαίνεται το playstation, τα γρήγορα αμάξια και οτιδήποτε πρεσβεύει η μόδα στο σύγχρονο ποδόσφαιρο και για κακή τύχη της γυναίκας του έχει τρεις γιους (10, 8 και 7 ετών) που παίζουν μπάλα όλη μέρα και θέλουν -όπως είναι φυσικό- να μοιάσουν σε μπαμπά και θείο. Λέει ότι θα τον πετύχει κανείς θυμωμένο περίπου... μία φορά τον χρόνο και δεν μετανιώνει ποτέ που δεν ήρθε στην Ευρώπη: «το ποδόσφαιρο εκεί ήθελε πιο γρήγορους, πιο μυώδεις, πιο μεγαλόσωμους παίκτες. Εγώ δεν ήμουν τέτοιος».
Ζωή στους πάγκους
Τον Ιούλιο του 2012 μαζί με τον αδελφό του μπαίνουν στο προπονητικό παλκοσένικο, αντικαθιστώντας στον πάγκο της Λανούς έναν άλλον γνώριμο μας, τον Γκαμπριέλ Σούρερ, που πέρασε ένα φεγγάρι από τον Ολυμπιακό. Ο ίδιος λέει πως δεν είναι τόσο tactician και δογματικός όσο ο Μπιέλσα, αλλά ούτε τόσο θεατής στον πάγκο όσο ήταν ο Ντιέγκο Μαραντόνα, αλλά κάτι το ενδιάμεσο. Πάντα λέει ότι: «οι παίκτες φτιάχνουν το ιδανικό σύστημα κι όχι το σύστημα την ομάδα». Λέει ότι οι προπονητές είναι όπως οι χειρουργοί. Πρέπει να έχουν ένα συγκεκριμένο τρόπο να εκτελούν τις επεμβάσεις, να έχουν τα πάντα τακτοποιημένα στο χειρουργείο, αλλά όταν συμβούν οι επιπλοκές θα πρέπει να είναι έτοιμοι να δώσουν οδηγίες στην ομάδα τους για να σώσουν τον ασθενή.
Έργα και ημέρες
Επί των ημερών του η Λανούς είναι πιθανώς η πιο σταθερή ομάδα στην Αργεντινή. Σε ένα πρωτάθλημα που από 1ος στην Απερτούρα μπορείς να καταλήξεις τελευταίος στην Κλαουσούρα (πριν αλλάξουν όνομα και γίνουν Trofeo Inicial και Final), η Λανούς σε 5 πρωταθλήματα που είχε στο τιμόνι τον Σελότο ήρθε δύο φορές τρίτη, μία φορά τέταρτη, μία δεύτερη και μία ένατη, χάνοντας δύο φορές το πρωτάθλημα στην τελευταία αγωνιστική! Τον τίτλο που η τύχη του στέρησε εντός συνόρων, του τον έδωσε εκτός αυτών. Τον Δεκέμβριο του 2013 κατέκτησε το Κόπα Σουνταμερικάνα (σε διπλούς τελικούς με την Πόντε Πρέτα) από την Βραζιλία και έγινε ο πρώτος άνθρωπος που κατακτά την συγκεκριμένη διοργάνωση, τόσο ως παίκτης όσο και ως προπονητής.
Το προπονητικό στυλ του είναι ευρωπαϊκό και είναι από τους λίγους στην Αργεντινή που παίζει τόσο καλά το 4-3-3 και τις παραλλαγές του 4-2-3-1. Πάντα είχε στο ρόστερ του παίκτες που πέρασαν από την Ελλάδα (Λέτο, Αραούχο, Πελετιέρι, Μπλάνκο) και το όνομα του ήταν πάντα στα πρώτα που κυκλοφορούσαν σε κάθε προπονητική κρίση της αγαπημένης του Μπόκα Τζούνιορς. Πριν από μερικές ημέρες δέχθηκε κρούση από την Ιντεπεντιέντε, αν και το συμβόλαιο του με την Λανούς λήγει τον Δεκέμβριο: «προτιμώ να είμαι επαναστάτης και να φεύγω μετά από 2-3 χρόνια αν η ομάδα μου δεν κατακτά το πρωτάθλημα. Δεν είμαι από αυτούς που θέλουν να παραμένουν 25 χρόνια στον ίδιο σύλλογο, περιμένοντας να δικαιωθούν», είχε πει σε πρόσφατη του συνέντευξη.
Ομολογεί πως ακόμα και σήμερα τον μπερδεύουν με τον αδελφό του. Από την ημέρα που σταμάτησαν το ποδόσφαιρο και λόγω θέσης μπορούσε κανείς εύκολα να τους ξεχωρίσει, ουδείς έχει βρει κάποιο σημάδι για να καταλαβαίνει ποιός είναι ποιος. Στην ερώτηση «ποιος είναι ο Γκιγέρμο Μπάρος Σελότο» απαντά: «Ένας άνθρωπος του ποδοσφαίρου που έκανε λάθη χωρίς πρόταση, που είχε επιτυχίες και ο οποίος ποτέ μα ποτέ του δεν σπεκουλάρισε ποτέ και για τίποτα». Ακριβώς αυτό που για χρόνια απέφευγε, αιωρείται τις τελευταίες ημέρες: πως ενδιαφέρει τον ΠΑΟΚ. Αν το δει κανείς σημειολογικά ο Δικέφαλος, ένας αετός με δύο κεφάλια, γιατί να μην καθοδηγείται από δύο δίδυμους, δύο ανθρώπους με μία ψυχή;