Ντέγιαν Λόβρεν: Ο πρόσφυγας από τη Ζένιτσα που απεχθάνεται τον πάγκο
SHARE:
Η λέξη «βασικός» ήταν για τον 35χρονο Κροάτη σέντερ μπακ, πρωταθλητή Ευρώπης και δευτεραθλητή κόσμου, κάτι σαν φετίχ. Αυτός υπήρξε ο φάρος που καθοδήγησε όλη του την καριέρα. Πολύ περισσότερο από λεφτά, από πρεστίζ ομάδας, από τις συνθήκες ζωής εκεί που θα τον έφερνε το ποδοσφαιρικό του ταλέντο. Η απόλυτη προτεραιότητά του ήταν να βρίσκεται πρώτη επιλογή στη σκέψη του προπονητή του. Γι’ αυτό και δεν το σκέφτηκε ποτέ δεύτερη φορά όταν είδε ότι η μπογιά του άρχισε να περνάει. Ακόμα και για συλλόγους με τους οποίους «έχει δεθεί η καρδιά μου», όπως έχει δηλώσει χαρακτηριστικά, τη Λίβερπουλ και τη Λιόν.
Αυτή η αίσθηση της πρωτιάς, της προτεραιότητας, τον καθοδήγησε σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του.
Στις 5 Ιουλίου 1989 ο Σάσα και η Σίλβα Λόβρεν υποδέχτηκαν το πρώτο τους παιδί. Τότε έμεναν στη Ζένιτσα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, μία πόλη 70 χλμ. βορειοδυτικά του Σαράγεβο, με μεικτό πληθυσμό σερβικής και κροατικής καταγωγής, αλλά και μουσουλμάνους κατοίκους. Η οικογένεια έζησε από πρώτο χέρι τη φρίκη του εμφυλίου πολέμου που διέλυσε τη Γιουγκοσλαβία.
Η ιστορία γράφει ότι το πρώτο αθώο θύμα του σκληρού πολέμου στη Βοσνία ήταν ένα κοριτσάκι, μόλις δύο ετών, που βρέθηκε σφαγμένο στη Ζένιτσα το 1992. Οι ασκοί του Αιόλου είχαν ανοίξει, ένοπλες ομάδες από διάφορες φατρίες τριγυρνούσαν εδώ κι εκεί και σκορπούσαν τον όλεθρο. Η οικογένεια Λόβρεν έφυγε κακήν-κακώς από την πόλη λίγο πριν τον Απρίλιο του 1993, όταν και σημειώθηκε η λεγόμενη «σφαγή της Ζένιτσα», ένα αιματηρό επεισόδιο με 16 νεκρούς αθώους πολίτες και πάνω από 50 τραυματίες.
Οι Λόβρεν βρήκαν καταφύγιο στο Μόναχο, όπου ο πατέρας έπιασε δουλειά σ’ ένα κατάστημα, στο προάστιο Σέντλινγκ. Όταν τα πράγματα ηρέμησαν, ο πατέρας ήλθε σ’ επαφή με τον τοπικό ποδοσφαιρικό σύλλογο και τους ρώτησε αν χρειάζονται προπονητή. Πράγματι, δύο χρόνια αργότερα ανέλαβε ένα πόστο στα τμήματα υποδομής. Και φυσικά έφερε εκεί και τον Ντέγιαν, που ξεκίνησε μόλις στα επτά του χρόνια. Η ζωή της οικογένειας έμοιαζε να είχε τακτοποιηθεί, δεδομένου ότι και στην περιοχή ζούσαν αρκετοί απόγονοι μεταναστών (κυρίως Τούρκων, αλλά και κάποιοι Έλληνες), οπότε ήταν πιο εύκολο για μια «ξένη» οικογένεια να αφομοιωθεί.
Η ιστορία, όμως, τα’ χε γράψει αλλιώς. Μετά από τρία χρόνια παραμονής με προσωρινή βίζα, οι Λόβρεν διαπίστωσαν έντρομοι ότι το γερμανικό κράτος δεν τους ήθελε άλλο. Το 1999 η οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει και πάλι, αυτή τη φορά στο Κάρλοβατς της Κροατίας. Ο Ντέγιαν περιέγραψε πολύ έντονα τις στιγμές εκείνες: «Ένιωσα σαν δέντρο που του κόβουν τις ρίζες. Στο Σέντλινγκ είχα τους φίλους μου, τη ζωή μου, μιλούσα τη γλώσσα, ήμουν ευτυχισμένος. Φύγαμε όλοι κλαίγοντας».
Το χαμόγελο στο πρόσωπό του χρειάστηκε τρία ολόκληρα χρόνια για να επανέλθει. Παρ’ ότι φαινομενικά εγκαταστάθηκε σ’ έναν τόπο που υπήρχαν συμπατριώτες του, ένιωσε την απόρριψη και το bullying. «Με κορόιδευαν επειδή δεν μιλούσα σωστά τη γλώσσα. Στο σπίτι μιλούσαμε πάντα κροατικά, έτσι κι εγώ μιλούσα στους συμμαθητές μου, αλλά δεν είχα καλή προφορά κι έκαναν ότι δεν με καταλάβαιναν. Κάποιοι με φώναζαν ξένο και μου έλεγαν να φύγω». Από το φόβο μήπως καταλήξει ένα παιδί μοναχικό και κλεισμένο στον εαυτό του, ο πατέρας του τον πίεσε να συνεχίσει το ποδόσφαιρο σε μια μικρή τοπική ομάδα, την Ίλοβατς.
Το 2002 ο Λόβρεν είχε αρχίσει ήδη να φτιάχνει όνομα στην περιοχή. Όλοι θαύμαζαν τον ανεπτυγμένο νεαρό, που είχε εξαιρετική τεχνική, αλλά ήθελε πάντα να παίζει σέντερ μπακ! Γιατί; Η αίσθηση της πρωτιάς υπήρχε από τότε. «Όλοι ήθελαν να παίξουν κέντρο και επίθεση, κανείς στην άμυνα. Όταν είπα στον προπονητή μου ότι μου αρέσει να παίξω σέντερ μπακ, μου είπε ότι δεν θα με βγάλει ποτέ από την ενδεκάδα»!
Έκτοτε ανέβηκε όλα τα σκαλοπάτια. Το 2004 ενδιαφέρθηκε γι’ αυτόν η Κάρλοβατς, η «μεγάλη» ομάδα της πόλης (3ης κατηγορίας τότε) και τον έβαλε στις τάξεις της, μάλιστα όχι μόνο για την εφηβική ομάδα, αλλά και για την ανδρική. Όντας παίκτης της Κάρλοβατς έκανε και την πρώτη του συμμετοχή στην Κ17 της Κροατίας το 2004, αν και ήταν μόλις 15 ετών!
Τα «ραντάρ» της Ντινάμο Ζάγκρεμπ δεν μπορούσαν να μην εντοπίσουν τον νεαρό. Το ίδιο καλοκαίρι, ο κροατικός ποδοσφαιρικός «γίγαντας» έδωσε στον Λόβρεν την ευκαιρία να γίνει πια παίκτης πρώτου επιπέδου. Στην αρχή, βέβαια, μόνο για τις ομάδες υποδομής, αλλά σύντομα φάνηκε ότι ήταν για πολύ παραπάνω. Έκανε ντεμπούτο σε ηλικία μόλις 17 ετών (κάτι σπάνιο για σέντερ μπακ) και είχε την ευτυχία να παίξει δίπλα στο παιδικό του είδωλο, τον Ιγκόρ Μπίστσαν.
Η προοπτική ήταν σαφής: Είτε έμενε στην Ντινάμο και σκούπιζε τον πάγκο, όντας πολύ μικρός για να πάρει ευθύνη βασικού, είτε πήγαινε δανεικός. Επέλεξε το δεύτερο χωρίς δεύτερη συζήτηση. Πέρασε δύο σεζόν (2006-2008) στην Ίντερ Ζάπρεσιτς, ομάδα Α’ κατηγορίας, στην οποία ήταν βασικότατος αν και ακόμα έφηβος. Όταν έληξε ο δανεισμός του κι επέστρεψε στη Ντινάμο, λογιζόταν πια σαν βασικότατη επιλογή.
Σε ηλικία μόλις 20 ετών ήλθε και το ντεμπούτο με την εθνική ανδρών, σ’ ένα φιλικό ματς εναντίον του Κατάρ στις 8 Νοεμβρίου 2009. Η γεμάτη σεζόν του 2009-2010 (34 ματς κι ένα γκολ) του άνοιξε την πόρτα της διεθνούς μεταγραφής. Η Τσέλσι τον πλησίασε, ο Μπίστσαν τον προέτρεπε να πάει στην Αγγλία «για να απολαύσει τη ζωή», όπως έλεγαν, αλλά η κεντρική φιλοσοφία του δεν του το επέτρεψε. «Εκεί υπήρχαν ο Τζον Τέρι, ο Ρικάρντο Καρβάλιο και κάποιοι άλλοι. Εμένα με ήθελαν για αναπληρωματικό. Τα χρήματα ήταν πολύ καλά, αλλά δεν ήθελα να πάω. Ποιο το όφελος αν κάθεσαι στον πάγκο»;
Προτίμησε τελικά τη Λιόν, η οποία «ξηλώθηκε» 10 εκ. ευρώ για να τον αποκτήσει. Αυτό το ποσό θεωρήθηκε υπερβολικό από τους φίλους της ομάδας, που τον αντιμετώπισαν πολύ αυστηρά εξαρχής. Τα κακά σχόλια που άκουγε (και δεν καταλάβαινε, ευτυχώς) ανάγκασαν τη Λιόν να βγάλει μέχρι και… δελτίο τύπου για να τον υπερασπιστεί! Ήταν μετά την ήττα με 4-3 από τη Μπενφίκα για το Τσάμπιονς Λιγκ, όπου ο Λόβρεν είχε μάλιστα σκοράρει, αλλά «χρεώθηκε» ότι έφταιγε στα τρία από τα τέσσερα γκολ. Στο δελτίο τύπου η Λιόν ξεκαθάριζε μία-μία τις φάσεις, για να αποδείξει ότι δεν ήταν φταίξιμο του συγκεκριμένου παίκτη. Κάτι που γίνεται σπάνια, αν όχι καθόλου, από άλλους συλλόγους.
Στην πρώτη του θητεία στη Λιόν υποστηρίζει ότι βίωσε καχυποψία μέχρι και από τους διαιτητές! Στα τρία χρόνια που έπαιξε εκεί, δέχτηκε 7 κόκκινες κάρτες. «Έλεγα από μέσα μου, τι κάνω τόσο λάθος; Τελικά δεν έκανα εγώ λάθος, έκαναν όσοι έκριναν πολύ αυστηρά τα μαρκαρίσματά μου». Η δικαίωση έρχεται από τους αριθμούς. Με τη Λιόν έπαιξε συνολικά 72 ματς. Στα υπόλοιπα 430 της εγχώριας καριέρας του με όλους τους συλλόγους αποβλήθηκε μόλις τρεις φορές. Πρόλαβε, πάντως, με τους λιονέ να πανηγυρίσει ένα κύπελλο, το 2012.
Την Αγγλία, πάντως, δεν την είχε βγάλει από το μυαλό του. Το 2013 μετακόμισε στο Σαουθάμπτον, όπου απέδειξε ότι μπορούσε να παίξει σε υψηλότατο επίπεδο. Συμπεριλήφθηκε στους 50 καλύτερους παίκτες της Ευρώπης μετά από μία σεζόν, οπότε η μεταγραφή ήταν δεδομένη, και μάλιστα… τριπλή: Μαζί με τον Ρίκι Λάμπερτ και τον Άνταμ Λαλάνα έγινε ο τρίτος της παρέας των «αγίων» που μετακόμισαν στο Άνφιλντ του Λίβερπουλ το 2014. Ήταν η πιο ακριβή μεταγραφή αμυντικού για τους «κόκκινους», πριν απ’ αυτή του Βέρτζιλ Φαν Ντάικ.
H ιστορία με τη Λίβερπουλ είχε καλές και κακές στιγμές. Οι περισσότεροι στέκονται στην κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ το 2020, ωστόσο πριν απ’ αυτό ο Λόβρεν είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του Κλοπ (ο οποίος τον αποκαλούσε δημοσίως «ψύχραιμο και αποτελεσματικό»), που τον χρησιμοποιούσε βασικό. Το 2017 υπέγραψε νέο τετραετές συμβόλαιο με τη Λίβερπουλ. Εκείνο τον Οκτώβριο βίωσε και τον απόλυτο εξευτελισμό για σέντερ μπακ: Αντικαταστάθηκε στο πρώτο μισάωρο στο ματς με την Τότεναμ (1-4) αφού έφταιγε στα δύο πρώτα γκολ των αντιπάλων. Ο Κλοπ τον στήριξε, όμως. Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 2018, φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού για πρώτη φορά, εναντίον της Μάντσεστερ Σίτι. Μια τιμή που την θεώρησε τη μεγαλύτερη στην καριέρα του σε συλλογικό επίπεδο.
Η σεζόν 2018-19, όπου η Λίβερπουλ κατέκτησε το Τσάμπιονς Λιγκ, ήταν δύσκολη γι’ αυτόν. Την προηγούμενη χρονιά ήταν βασικός, όμως οι κόκκινοι είχαν φτάσει μέχρι τον τελικό κι έχασαν από τη Ρεάλ Μαδρίτης. Το… κατσαρόλι το σήκωσε μεν, αλλά ως αναπληρωματικός. Δεν τον ένοιαζε καθόλου ο τίτλος. Το καλοκαίρι του 2019 ζήτησε μεταγραφή. Ο Κλοπ τον έπεισε να παραμείνει. Και πολύ καλά έκανε, αφού προοδευτικά ο Λόβρεν επανήλθε στην ενδεκάδα, και σφράγισε την παρουσία του στη Λίβερπουλ με τον τίτλο της πρωταθλήτριας το 2020.
Δεν κάθισε πάνω στον τελευταίο χρόνο του συμβολαίου του. Και πάλι η αναζήτηση μιας θέσης βασικού τον έφερε στην Αγία Πετρούπολη και τη Ζενίτ. Εκεί πέρασε 2,5 χρόνια και κέρδισε τρεις τίτλους πρωταθλητή και δύο σούπερ καπ, στις πιο πετυχημένες (από πλευράς τίτλων) σεζόν της καριέρας του. Η επιστροφή στη Λιόν, στα μισά της σεζόν 2022-23, ήλθε με υποσχέσεις ότι θα είναι βασικός και ο ηγέτης της ομάδας. Όχι μόνο στο γήπεδο, αλλά και στα αποδυτήρια. Οι αριθμοί έδειξαν άλλα: Μόλις 27 εμφανίσεις σε 1,5 χρόνο.
Στην εθνική ομάδα ανδρών ήταν από τις βασικές επιλογές. Η πρώτη μεγάλη διοργάνωση που συμμετείχε ήταν το Μουντιάλ 2014, όπου η Κροατία αποκλείστηκε στην πρώτη φάση. Αυτό που έχει να θυμάται ήταν ένα περιστατικό, για το οποίο έγινε χαμός: Μια φωτογραφία που διέρρευσε στα ΜΜΕ (η οποία τραβήχτηκε από παπαράτσι) που έδειχνε τον Λόβρεν, αλλά και διάφορους άλλους διεθνείς να κάνουν μπάνιο ολόγυμνοι στην πισίνα του ξενοδοχείου τους. Ο ίδιος είχε δηλώσει ευθαρσώς ότι ήταν μια ιδιωτική στιγμή και δεν βρίσκει λόγο να απολογηθεί.
Το 2016 δεν ήταν στις επιλογές του Άντε Τσάτσιτς για το Euro, όμως οι πληροφορίες γύρω από αυτή την απουσία διίστανται: Άλλοι το αποδίδουν στις κακές του σχέσεις με τον τότε ομοσπονδιακό προπονητή κι άλλοι στο ότι ο ίδιος ζήτησε να μην αγωνιστεί, προκειμένου να σώσει το γάμο του: Τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς πήγαν διακοπές με τη γυναίκα του Ανίτα, την οποία είχε ο ίδιος συλλάβει να τον απατά (το θέμα δημοσιοποιήθηκε και στα ΜΜΕ) και έχουν μαζί δύο παιδιά. Ο γάμος σώθηκε, τελικά, οπότε… χαλάλι η απουσία.
Το 2018 ήταν η μεγάλη του στιγμή, όπως και όλης της Κροατίας, με την ομάδα να φτάνει ως τον τελικό του Μουντιάλ της Ρωσίας. Παρεμπιπτόντως, το ντεμπούτο του σε τελική φάση Euro ήταν μόλις το 2021. Έναν χρόνο αργότερα, ο Λόβρεν έπαιξε επίσης σε όλα τα ματς της Κροατίας εκτός από τον μικρό τελικό απέναντι στο Μαρόκο. Συνολικά έπαιξε σε 16 αγώνες σε τρεις διαφορετικές διοργανώσεις. Από την εθνική αποσύρθηκε το 2023.
Εκτός από το ποδόσφαιρο έχει ενδιαφέρον και για επιχειρήσεις, κυρίως για βιομηχανίες ρούχων. Έχει ξεκινήσει δύο τέτοιες δουλειές, το 2013 με τον κουμπάρο του Λόβρο Κρίτσαρ και το 2018 μόνος του. Η μάρκα του ονομάζεται Rock Filius. Είναι, επίσης, ιδιοκτήτης ενός ξενοδοχείου στα δαλματικά παράλια. Το ξενοδοχείο το ονόμασε «Γιόελ», από τα αρχικά γράμματα των δύο παιδιών του, του Γιόβαν και της Έλενα. Σε αυτό το ξενοδοχείο έχει επανειλημμένα φιλοξενήσει ανθρώπους που έχουν χτυπηθεί από πλημμύρες ή σεισμούς.