Στο μυαλό του Ντίμιταρ Μπερμπάτοφ
SHARE:
Δίχως τη δυνατότητα να (σκεφτούν να) αμφισβητήσουν την σπάνια ποιότητά του και με πάτημα τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, τον έχουν χαρακτηρίσει μπλαζέ, αδιάφορο, ντίβα, περίεργο. Πόσοι από αυτούς, όμως, γνωρίζουν την κινηματογραφική ζωή του Ντίμιταρ Μπερμπάτοφ;
Για να κατανοήσεις την προσωπικότητα Μπερμπάτοφ απαραίτητη είναι μια βουτιά στην εποχή που ο Βούλγαρος άσος του ΠΑΟΚ δεν ήταν αστέρας του ποδοσφαίρου, αλλά ένα παιδί από το Μπλαγκόεβγκραντ που δυσκολευόταν να μοιραστεί τις σκέψεις του κι εκφραζόταν μέσα από τη ζωγραφική, μέσα από τα ασπρόμαυρα σκίτσα στο σημειωματάριο που πάντα είχε μαζί του.
Rewind ««
Πιτσιρικάς με μια μπάλα στα πόδια στις γειτονιές του Μπλαγκόεβγκραντ
Ο χρόνος γυρίζει πίσω στα τέλη της δεκαετίας του '80. Η ΤΣΣΚΑ Σόφιας επισκέπτεται την πόλη του για έναν αγώνα Κυπέλλου. Ο μπαμπάς Ίβαν, παλιός παίκτης της ΤΣΣΚΑ, χρησιμοποιεί τις γνωριμίες του για να βάλει τον εννιάχρονο Ντίμιταρ στ' αποδυτήρια. Εκεί γνωρίζει τον Χρίστο Στόιτσκοφ. Το μπλοκάκι βγαίνει από την τσέπη κι ο μικρός παίρνει το πιο ξεχωριστό του αυτόγραφο. Μια απλή υπογραφή που έμελλε ν' αλλάξει τη ζωή του. Από εκείνο το βράδυ ο Μπερμπάτοφ ονειρεύεται να φορέσει τη φανέλα της ΤΣΣΚΑ Σόφιας. Να μοιάσει στο είδωλό του.
Fast Forward »»
Βρισκόμαστε στη Σόφια όπου ο έφηβος πλέον Ντίμιταρ ξεκινά τον μοναχικό δρόμο του ποδοσφαίρου. Στα χνάρια του Στόιτσκοφ. Η μητέρα του η Μαργαρίτα ξεκλέβει χρόνο για να επισκεφτεί τον γιο της στην πρωτεύουσα. Φτάνει στους ξενώνες της ομάδας και τον βρίσκει ολομόναχο. Ολοι οι συμπαίκτες του έχουν φύγει διακοπές. «Ηταν ένα από τα πιο στενάχωρα πράγματα που έχω δει στη ζωή μου», λέει και συμπληρώνει: «Ολη η γειτονιά έμοιαζε άδεια. Είχαν μείνει μόνο κάτι σκυλιά. Κι εκείνος βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, άκουγε μουσική και ζωγράφιζε».
Από μικρό παιδί ο Μπερμπάτοφ συνήθιζε να διαβάζει λογοτεχνία και να εκφράζεται μέσω της ζωγραφικής
Όπως κάθε μητέρα που σέβεται τον εαυτό της σκέφτεται πως πίσω από το σκυθρωπό βλέμμα του γιου της κρύβεται ερωτική απογοήτευση. Εκείνος, όμως, δεν σκιτσάρει κάποιο όμορφο γυναικείο πρόσωπο. Το μολύβι του σχηματίζει το λογότυπο της ΤΣΣΚΑ. «Τόσο πολύ αγαπούσε την ομάδα».
Κι όταν αγαπάς κάτι πολύ γίνεσαι ευάλωτος. Κάπως έτσι, η ΤΣΣΚΑ Σόφιας μετατρέπεται στην αδυναμία του Μπερμπάτοφ. Στην αγάπη που παγώνει το χαμόγελο και πληγώνει την καρδιά του.
Μαχαίρι στην καρδιά
Γίνεται άμεσα βασικό στέλεχος της ομάδας, υλοποιεί το όνειρό του κι όμως είναι δυστυχισμένος. Η ΤΣΣΚΑ διανύει περίοδο αγωνιστικής κρίσης κι εκείνος γίνεται το πρόσωπο που οι οπαδοί λατρεύουν να μισούν. Οι έντονες αποδοκιμασίες και τα πανό εναντίον του τον καταρρακώνουν. «Η ΤΣΣΚΑ κάρφωσε για πάντα ένα παγωμένο μαχαίρι στην καρδιά του», περιγράφει χαρακτηριστικά ένας παιδικός του φίλος.
Τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμα, όμως. Το εφιαλτικό σκηνικό συμπληρώνεται με την απαγωγή του από τη βουλγαρική μαφία. Άνθρωποι του διαβόητου Γκιόργκι Ίλιεφ τον αρπάζουν έξω από το προπονητικό κέντρο του συλλόγου και απειλούν την οικογένειά του. Στόχος τους; Να υπογράψει στην ομάδα του Ίλιεφ. Ο πατέρας του πετυχαίνει έναν ακριβό συμβιβασμό με τη συμμορία κι ο Ντίμιταρ αφήνεται ελεύθερος.
«Ηταν συντετριμμένος», λέει η μητέρα του και συνεχίζει: «Δεν απαντούσε στο τηλέφωνο και δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν. Υπέφερε. Σκεφτόταν να σταματήσει το ποδόσφαιρο. Εμείς τον πείσαμε να συνεχίσει».
Τι λέει ο ίδιος; «Ηταν μια πολύ δύσκολη περίοδος. Απαγωγή, αποδοκιμασίες. Όταν οι οπαδοί, οι δικοί σου οπαδοί, στρέφονται εναντίον σου, είναι δύσκολο να το αποδεχτείς. Αρχίζεις να σκέφτεσαι το μέλλον σου. Στην περίπτωσή μου όλα αυτά που συνέβησαν ήταν που με οδήγησαν στην απόφαση να εγκαταλείψω την πατρίδα μου».
«Απόδραση» από τη Βουλγαρία
Οι δυσκολίες τον διαμορφώνουν. Ζωγραφίζουν τη ψυχή του, όπως εκείνος συνεχίζει να ζωγραφίζει πορτραίτα με το μολύβι του. Διότι είναι διαφορετικό να βλέπεις τον «Νονό» – την αγαπημένη του ταινία μέσα από την οποία έμαθε να μιλά αγγλικά – και να θαυμάζεις τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο στο ρόλο του αδίστακτου μαφιόζου και διαφορετικό να ζεις τον «Νονό» στην πραγματικότητα.
Η Μπάγερ Λεβερκούζεν τού δίνει τη δυνατότητα να ξεφύγει από ένα στενάχωρο περιβάλλον, να παλέψει με τους δαίμονές του, αλλά και να παίξει ποδόσφαιρο σε κορυφαίο επίπεδο. «Όλα ήταν καινούρια, αλλά εγώ δεν είχα ακόμα την απαιτούμενη ισορροπία για να τα βγάλω πέρα. Δεν ήξερα να πω ούτε καλημέρα. Ηταν δύσκολο. Στην πραγματικότητα προτιμούσα να γυρίσω σπίτι μου, αλλά πάλεψα γιατί δεν ήθελα να απογοητεύσω τους γονείς μου».
Όλα για τους γονείς του
Η οικογένεια, άλλωστε, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια στη ζωή του. Ο πατέρας του είναι εκείνος που του δίδαξε πώς να ξεγελάει τους αμυντικούς και να τελειώνει τις φάσεις. Αυτός που ακόμα και σήμερα τον συμβουλεύει με το δικό του τρόπο.
«Συζητάμε για το πώς δε θα κάνω τα ίδια λάθη. Για παράδειγμα όταν αστοχώ ή κάνω λάθος κοντρόλ, τον ακούω. Όταν ήμουν νεότερος αναρωτιόμουν γιατί μου μιλούσε έτσι. Οσο περνούσε ο καιρός, όμως, καταλάβαινα πως έχει δίκιο. Όταν ήθελε να είναι επικριτικός μαζί μου δεν μου έλεγε «είσαι χαζός» ή κάτι τέτοιο. Με ενθάρρυνε. «Προσπάθησε να το καταφέρεις την επόμενη φορά» μου έλεγε. Προσπαθώ να κάνω τα πάντα για να μην τον απογοητεύσω. Αν μπορώ να κάνω τους γονείς μου περήφανος, είμαι ένας πετυχημένος άνδρας».
Fast Forward »»
Ένας πετυχημένος άνδρας δεν θα άφηνε ποτέ ανυπεράσπιστους τους δικούς του ανθρώπους. Ετσι, όταν το 2009 ο εφιάλτης επιστρέφει με τη μαφία της Βουλγαρίας να απειλεί τη μητέρα του, τη σύντροφό του και το νεογέννητο παιδί του ζητώντας 500.000 λίρες, από το νέο αστέρι της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ο Ντίμιταρ είναι έτοιμος να το αντιμετωπίσει. Ως άλλος «Νονός».
Αφήνει στην άκρη την αστυνομία, διότι οι διασυνδέσεις του τον ενημερώνουν πως στην υπόθεση μπλεγμένοι είναι και αξιωματούχοι του Υπουργείου Εσωτερικών της Βουλγαρίας. Ναυλώνει ένα τζετ με τη βοήθεια του Σερ Αλεξ Φέργκιουσον και φυγαδεύει τους δικούς του στο Μάντσεστερ.
Rewind ««
Οσο δύσκολο είναι για τον ίδιο να προσαρμοστεί στη Γερμανία, άλλο τόσο δύσκολο είναι και για τους Γερμανούς να τον δεχτούν. Είναι απόμακρος. Σιωπηλός. Όταν έχει τη μπάλα στα πόδια όλα μοιάζουν ιδανικά. Ολες τις υπόλοιπες στιγμές μοιάζει σαν να κουβαλάει τον κόσμο στους ώμους του, όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο προπονητής του, Κλάoυς Τοπμέλερ. «Δεν είναι μέλος του γκρουπ, δεν συμμετέχει σε καμία... κοινότητα» συμπληρώνει ο διάδοχός του Κλάoυς Αουγκεντάλερ.
Παρότι νεαρός, ο Μπερμπάτοφ είναι αυθεντικά ζεν. Δεν αγχώνεται. Ούτε όταν μπαίνει ως αλλαγή στον τελικό του Champions League. «Ο προπονητής μου είπε πρέπει να μπεις. Ημουν νέος και δεν μου έκανε εντύπωση».
Οσοι δεν με ξέρουν νομίζουν πως είμαι ένας περίεργος τύπος. Κι ίσως να έχουν δίκιο. Απλώς οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν πως είμαι απλώς ντροπαλός και δεν μου αρέσει να κοινωνικοποιούμαι
Όταν χαμογέλασε ο Ντίμιταρ
Μεγαλώνοντας ο Μπερμπάτοφ, συμβιβάζεται με τον Ντίμιταρ. Τα βρίσκει με τον εαυτό του και το μαχαίρι αρχίζει να βγαίνει σιγά σιγά από την καρδιά του. Στην Τότεναμ βλέπουν το χαμόγελό του. Στην Γιουνάιτεντ απολαμβάνει την επιτυχία. Πάντα με τον δικό του μποέμ τρόπο. Διότι στο βάθος παραμένει το παιδί που απλώς ήθελε να παίξει στην ΤΣΣΚΑ Σόφιας και να εκπροσωπήσει την πατρίδα του.
Οι υπόλοιποι εξακολουθούν να δυσκολεύονται να συνηθίσουν τον δικό του τρόπο. Το στυλ του. «Ξέρεις, όταν κάποιος έχει μεγάλες δυνατότητες, δεν χρειάζεται να καταβάλει την ίδια προσπάθεια», λέει αφοπλιστικά στο κανάλι της Μάντσεστερ και συνεχίζει: «Ορισμένες φορές μπορεί να δείχνω τεμπέλης, αλλά δεν το έχω μέσα μου να τρέχω άσκοπα στον αγωνιστικό χώρο». Δεν υπάρχει και λόγος άλλωστε...
Το κεφάλαιο Εθνική
Ο Μπερμπάτοφ μπορεί να υπερηφανεύεται πως πραγματοποίησε τα παιδικά του όνειρα. Εγινε διάσημος όπως ο Χρίστο Στόιτσκοφ, φόρεσε τη φανέλα της ΤΣΣΚΑ και το όνομά του φιγουράρει στη θέση του πρώτου σκόρερ της ιστορίας της Εθνικής Βουλγαρίας.
Κι όμως, το εθνόσημο τον πονά. Η ιστορία θυμίζει λίγο την περίπτωση ΤΣΣΚΑ. Ο Μπερμπάτοφ ως αρχηγός χρεώνεται την αποτυχία των Βούλγαρων να προκριθούν στο Μουντιάλ 2006 και το Euro 2008. O Γιορντάν Λέτσκοφ, πρωταγωνιστής της μεγάλης Βουλγαρίας του 1994 και νυν στέλεχος της ομοσπονδίας, τον κατακρίνει μετά από ματς με την Ιταλία το 2008 λέγοντας πως «έτρεξε 2.000 μέτρα σε 90'».
Οι δημοσιογράφοι υποστηρίζουν ότι κάνει τον τραυματία. Οι συμπαίκτες του, ανώνυμα, τον κατηγορούν για βεντετισμό. Προσπαθεί να αντιστρέψει το κλίμα, αλλά το φινάλε της παρουσίας του στην Εθνική γράφεται το 2010 με ένα ανοικτό γράμμα προς τους πολέμιούς του.
«Θα έλεγα σε όσους με ζηλεύουν ότι βρίσκομαι αρκετά ψηλά για να σας δω. Ακόμα κι αν πέσω, ποτέ δε θα βουλιάξω τόσο χαμηλά. Είμαι σαν το σκυλί που λατρεύεις να μισείς, επειδή είμαι πετυχημένος».
Μεγάλο φιλανθρωπικό έργο
Πετυχημένος είναι κι εκτός γηπέδου. Όσο κι αν βγάζει το προφίλ του Μεγάλου Λεμπόφσκι του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, ο Μπερμπάτοφ do cares. Το 2008 ιδρύει το δικό του οργανισμό στη Βουλγαρία. Μέσα από αυτό βοηθάει ενεργά μέχρι και σήμερα νεαρά παιδιά που έχουν το ταλέντο, αλλά όχι τους πόρους και τα μέσα για να διακριθούν στον αθλητισμό.
Παράλληλα, όποτε του δίνεται η δυνατότητα, συμβάλλει σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως πρέσβης της Unicef. Το 2007 πρωταγωνιστεί στην προσπάθεια αθώωσης πέντε νοσοκόμων από τη Βουλγαρία που κατηγορούνται για την εξάπλωση του ιού HIV στη Λιβύη και καταδικάζονται σε θάνατο.
Το 2012 η UNESCO χαιρετίζει την εξαιρετική δουλειά που κάνει το Berbatov Foundation και τον επιλέγει ως πρέσβη της. Κι όμως, ο κόσμος ακόμα αδυνατεί να καταλάβει τον Ντίμιταρ Μπερμπάτοφ. Ο ίδιος το αντιλαμβάνεται καλύτερα από τον καθένα. «Οσοι δεν με ξέρουν νομίζουν πως είμαι ένας περίεργος τύπος. Κι ίσως να έχουν δίκιο. Απλώς οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν πως είμαι απλώς ντροπαλός και δεν μου αρέσει να κοινωνικοποιούμαι».