Σωτήρης Μπαλάφας: Έξι χρόνια στην Τούμπα γεμάτα ιστορίες
SHARE:
Όλα άρχισαν το καλοκαίρι του 2005, όταν πήρε τη μεταγραφή από την Αναγέννηση Αρτας (αγωνίζονταν στη Γ΄ εθνική κατηγορία).
«Με γυρνάς πολλά χρόνια πίσω, όταν οι αποστάσεις δεν είναι όπως σήμερα. Για να κάνεις το ταξίδι από την Αρτα μέχρι τη Θεσσαλονίκη ήθελες έξι-επτά ώρες» θυμάται ο ίδιος. Και συνεχίζει:
«Μόλις μου είπαν να πάω να υπογράφω στον ΠΑΟΚ, αναρωτήθηκα, που πάω, μόνος μου, και χωρίς να ξέρω κάποιον, εξαιρουμένων των Στέλιου Ηλιάδη και Λάζαρου Χριστοδουλόπολου, τους οποίους γνώριζα από την εθνική. Δεν το πολυσκέφτηκα, όμως».
Πώς ήταν η πρώτη σου χρονιά;
«Ονειρική. Πήγα προετοιμασία για πέντε ημέρες στα Τρία-Πέντε Πηγάδια. Ημουν μαγκωμένος, μου λέει ο Νίκος Καραγεωργίου ‘πάνε στην εθνική και μετά βλέπουμε’, μια και υπήρχε το ενδεχόμενο να πήγαινα στην ομάδα νέων του ΠΑΟΚ. Γυρνώντας από την εθνική, έπαιξα σ’ ένα φιλικό, τα πήγα καλά, και τότε άλλαξαν όλα. Είδε κι ο προπονητής κάποια πράγματα σε μένα και μετά άρχισα κι έπαιζα. Προσωπικά, δεν περίμενα, ερχόμενος στον ΠΑΟΚ, να παίζω κατευθείαν».
Πώς ήταν η συνεργασία σου με τους εκάστοτε προπονητές;
«Τότε, σαν ποδοσφαιριστής τα έβλεπα διαφορετικά τα πράγματα σε σχέση με το πώς τ’ αντιλαμβάνομαι σήμερα. Κάθε προπονητής είχε τα δικά του ερεθίσματα. Σαν ποδοσφαιριστής, δεν μπορεί να ταιριάζεις με όλους, αλλά πρέπει να προσαρμοστείς στον καθένα από αυτούς. Κι ο καλός θα παίξει. Ενας προπονητής, βέβαια, μπορεί και να σ’ αδικήσει, αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει με τον επόμενο, που θα έρθει. Παραδείγματος χάρη, ήρθα στον ΠΑΟΚ, έφυγα δανεικός, γύρισα ξανά στην ομάδα, μέχρι που ήρθαν ο Παύλος Δερμιτζάκης κι ο Μάκης Χάβος και δεν μ’ έβαζαν. Ισως δεν ταίριαζα στα σχέδια τους, έφυγαν αυτοί, αλλά μετά πάλι έπαιξα με τον Μπόλονι. Ετσι είναι τα πράγματα. Ο Γιώργος Κωστίκος ήταν εκείνος, που μ’ έφερε στον ΠΑΟΚ. Ο Μόμτσιλο Βούκοτιτς είχε άλλη νοοτροπία, δεν μπορώ να πω ότι ταίριαζε με τη φιλοσοφία του ΠΑΟΚ. Για τον Γιώργο Παράσχο ‘μιλάει’ η πορεία του στα γήπεδα όλα αυτά τα χρόνια. Βρέθηκε στον ΠΑΟΚ της μεταβατικής περιόδου, από το πουθενά έπρεπε να κάνει το άλμα, όπως εκείνο έγινε επί διοίκησης Ζαγοράκη. Ο Φερνάντο Σάντος ήταν της νοοτροπίας της νίκης με 1-0. Δεν θα κάθονταν ν’ ασχοληθεί με τους μικρούς, δεν τον ένοιαζε αν είσαι 20 ή 30 χρονών, ήθελε από τους παίκτες να κάνουν κάποια συγκεκριμένα πράγματα μέσα στο γήπεδο και… τέλος. Με μια λέξη, ο Σάντος ήταν αποτελεσματικός. Με τον Μάκη Χάβο είχαν παίξει πρώτη φορά μήνα Δεκέμβριο, στο Ζάγκρεμπ. Αμέσως μετά έπαιξα στην Κέρκυρα, μου έριξε το βάρος για την ήττα και δεν έπαιξα ξανά βασικός μέχρι το τέλος της σεζόν παρά μόνο σε δύο ματς. Ετσι είναι το ποδόσφαιρο…».
Πώς είναι για ένα παίκτη ν΄ αλλάζει ο προπονητής ανά έξι μήνες, κάτι που βίωσες στον ΠΑΟΚ;
«Είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε κάθε ποδοσφαιριστή. Όταν συμβαίνει, σημαίνει ότι κάτι δεν λειτουργεί καλά μέσα σε μια ομάδα, πρώτα από τον ίδιο το σύλλογο και μετά από τους υπόλοιπους».
Οσο για τους προέδρους, με ποιες σκέψεις τους θυμάσαι;
«Τον Γιάννη Γούμενο δεν τον είχα γνωρίσει καλά, ήμουν και μικρός τότε. Ηταν κι η χρονιά, που είχε φύγει από την ομάδα. Θυμάμαι το καλοκαίρι του 2006, που είχε πάρει μεταγραφή ο Σαλπιγγίδης και βοηθηθήκαμε εμείς, που ήμασταν στην ομάδα, γιατί τα προβλήματα ήταν όντως πολύ μεγάλα. Για μικρό χρονικό διάστημα ήταν κι ο Νίκος Βεζυρτζής, βοήθησε κι εκείνος, όσο μπορούσε, σε δύσκολες συνθήκες. Για τον Θόδωρο Ζαγοράκη έχω να πω τα καλύτερα. Φαντάσου μόνο ένα παιδί, όπως ήμουν εγώ το 2004, να τον βλέπει στην Πορτογαλία να σηκώνει το τρόπαιο του πανευρωπαϊκού πρωταθλήματος και, μετά από ένα χρόνο, να τον έχει συμπαίκτη. Κι όχι μόνο αυτόν, αλλά και τον Βρύζα και τον Γεωργιάδη. Αλλά και σαν πρόεδρος, ο Ζαγοράκης πήγε τον ΠΑΟΚ πολλά βήματα μπροστά, σύμφωνα και με όσα μπορούσε να κάνει».
Το καλοκαίρι του 2009 αποφασίστηκε ο δανεισμός σου στον ΠΑΣ Γιάννινα. Θα προτιμούσες να παραμείνεις στον ΠΑΟΚ;
«Εκείνη τη χρονιά είχαν έρθει παίκτες με καλές ποδοσφαιρικές παραστάσεις. Το ένα θα ήταν να παρέμεινα και να παλέψω για τη θέση μου. Τώρα που το σκέφτομαι, θα ήταν καλύτερο να είχα φύγει εκείνη τη στιγμή σε ομάδα του εξωτερικού, κάτι που τελικά συνέβη τρία χρόνια μετά. Συνεπώς, μάλλον δεν ήταν κι η καλύτερη επιλογή να πάω δανεικός, πρώτα στον ΠΑΣ Γιάννινα, και μετά στον Εργοτέλη, αν και τότε είχα άλλη γνώμη».
Ποια στιγμή στον ΠΑΟΚ θα ήθελες να βιώσεις ξανά και ποια ήταν η χειρότερη;
«Και οι δύο ήταν στην τελευταία σεζόν μου στον ΠΑΟΚ. Η καλύτερη ήταν το γκολ στο εκτός έδρας ματς με την Καρπάτι κι η πρόκριση στους ομίλους του Γιουρόπα Λιγκ. Από την άλλη, κακή στιγμή ήταν ο αποκλεισμός μας από τον Ατρόμητο, μέσα στην Τούμπα, στο νοκ άουτ παιχνίδια για τα προημιτελικά του κυπέλλου».
Το καλοκαίρι του 2012 χώρισαν οι δρόμοι σου με τον ΠΑΟΚ. Ηταν κάτι το αναπόφευκτο;
«Πρόεδρος ήταν ο Ζήσης Βρύζας και τεχνικός διευθυντής ο Γιώργος Γεωργιάδης, οι οποίοι μου ανακοίνωσαν ότι δεν βρισκόμουν στο σχεδιασμό του Γιώργου Δώνη, που θ’ αναλάμβανε προπονητής. Ισως τελικά εκείνη η εξέλιξη να με ωφέλησε ως παίκτη, πηγαίνοντας να παίξω στην Ουκρανία, σε ένα πρωτάθλημα διαφορετικό από το δικό μας. Εκεί οι ομάδες έπαιζαν πιο γρήγορο και κάθετο ποδόσφαιρο, κάτι που προσωπικά με βοήθησε. Βέβαια, αν έμενα στον ΠΑΟΚ, τότε που είχε έρθει κι ο Ιβάν Σαββίδης, μπορεί να ήμουν καλύτερα από οικονομικής άποψης, αλλά, καθαρά αγωνιστικά, με ευνόησε η μεταγραφή μου στην Γκόβερλα».
Κι όταν ακούς τη λέξη Τούμπα, τι σκέφτεσαι;
«Είναι δύσκολο να το εκφράσω. Αυτό που έζησα σε ηλικία 19 χρονών, όταν πρωτοπήγα στον ΠΑΟΚ, σε ένα φιλικό ματς με τον Ηρακλή, με το γκολ του Μέγκαχεντ λίγα μέτρα κάτω από τη μεσαία γραμμή, σε μια Τούμπα με πολύ κόσμο, δεν περιγράφεται».
Με τι ασχολείσαι τώρα;
«Ετοιμάζω μια ακαδημία στη Βέροια, με έμφαση στο ποδόσφαιρο, αλλά όχι μόνο. Θα είναι σαν αθλητικό κέντρο, θα υπάρχει και συνεργασία με τον ΠΑΟΚ».