Η δική μας «Πόλη»
SHARE:

Χαμένος κόπος, δηλαδή, γιατί τα δέντρα, συνήθως, ζουν παραπάνω από τον άνθρωπο...
Άρα, την έχουμε «πατήσει» όλοι μας για τα καλά. «ΠΑΟΚτσήδες» γεννηθήκαμε και σαν τέτοιοι θα πεθάνουμε. Όσο και εάν γεράσουμε δεν προλαβαίνουμε να αλλάξουμε ομάδα γιατί το λέει και η φύση, τα δέντρα αργούν να ξεραθούν...
Προλαβαίνουμε, όμως, να αλλάξουμε έναν σωρό άλλα «κοινότυπα» πράγματα, επαγγέλματα, κατοικίες, πόλεις, φίλους, πολιτικές πεποιθήσεις, συζύγους ακόμα και ... το φύλο μας προλαβαίνουμε να αλλάξουμε, έστω και μία φορά, εκτός από την ομάδα.
One way ticket η ασπρόμαυρη πορεία. Απ΄ το πρώτο φως της νιότης και μέχρι το «σταφίδωμα» του κορμιού η ανηφορική διαδρομή προς τον Ιερό Τόπο είναι το μόνο μας λιμάνι.
«Καινούργιους τόπους δε θα βρεις, δεν θάβρες άλλες θάλασσες. Η πόλις θα σε ακολουθεί» λέει ο ποιητής.
Η δικιά μας «Πόλη» κτίστηκε στο ύψωμα της «Τούμπας» και έχουμε γραφτεί στα δημοτολόγιά της από την γαλακτούχα ηλικία, όταν ο κόσμος όλος ήταν η γειτονιά μας. Φυτεύτηκε τότε το μικρό δενδρύλλιο για να συμβολίσει μια συναισθηματική σχέση που γεννήθηκε, ωρίμασε και θα τελειώσει, όπως ορίζει η φύση για όλα τα πλάσματά της.
Μόνο στην δικιά μας «Πόλη» ηρεμούμε. Όλα τα άλλα είναι ξένα και αφιλόξενα. Είναι το δικό μας καταφύγιο που είναι λιτό, χωρίς ζαφείρια και μετάξι, με ανύπαρκτη πολυτέλεια και θρόνο πουθενά. Είναι ένας απέραντος στρατώνας με απλούς στρατιώτες χωρίς αξιώματα, είναι ένας παράδεισος γεμάτος φως που μόνο εμείς μπορούμε να διακρίνουμε από κάθε μεριά του πλανήτη.
Όταν μας ρωτάνε το «γιατί» κανείς δεν ξέρει να απαντήσει. Μπορούμε, όμως, να τους πούμε ότι μέσα και έξω από τον Ναό βλέπουμε πολλές παλιές θολές εικόνες, κάτι σαν «μακρινές φωνές και αγαπημένες» με Κυριακάτικα απογεύματα του θριάμβου και της λύπης, με Τεταρτιάτικες σχολικές «κοπάνες» για κύπελλο, για Ευρώπη αλλά και για μια απλή προπόνηση...
Εικόνες που ενίοτε μας ξαναντύνουν με τα χονδροτάκουνα παπούτσια, τα κολλητά παντελόνια με τη μεγάλη «καμπάνα» στο μπατζάκι, τη κολλητή «ζιβάγκο» μπλούζα. Με μια σημαία που συνεχώς ανεμίζουμε να ανακατευόμαστε σε πλήθος ανθρώπων, όπου άλλοι ψάχνουν απεγνωσμένα για ένα, έστω και πλαστό, εισιτήριο, άλλοι να στέκονται μασουλώντας μπροστά στην τσίκνα πλανόδιων ψησταριών, παντού να ακούγεται το «καθαρά μαξιλαράκια, παιδιά», κραυγές αλαλαζόντων που σπρώχνονται ανά μπουλούκια στις θύρες να προλάβουν να μπουν, σπρωξίματα, μαλώματα και στριμώγματα στις κερκίδες, επιτόπιες λαχειοφόρες κληρώσεις μετρητών αλλά και ξαλαφρωτικό κατούρημα στο τελευταίο διάζωμα ψηλά εκεί όπου σχηματίζονταν τα ποτάμια της συμφοράς...
Σε κάθε ασφυκτικό στρίμωγμα της καθημερινότητας, από τα μαθητικά μέχρι και τα ώριμα χρόνια, η μόνη απόδραση ήταν, και είναι, ο Ιερός μας Τόπος μας, η δικιά μας «Πόλη», που σημαίνει κάτι παραπάνω από ένα δίωρο οπαδικής εκτόνωσης. Έχει ταυτιστεί με μία «Ιθάκη» που είχαμε την τύχη να μην αποχωριστούμε ποτέ και μας κάνει να νιώθουμε το πόσο πονάνε κάποιοι αδερφοί που ζούνε μακριά και βιώνουν την απουσία από την «Πόλη» μας, σα μια δυσβάσταχτη για κείνους καθημερινή «Οδύσσεια» που δεν έχει τελειωμό.
Και εάν η μοίρα ξέρει καλά να προδιαγράφει ανθρώπινα ριζικά στην δική μας περίπτωση δεν της ήταν καθόλου δύσκολο να το κάνει γιατί «έτσι που τη ζωή μας ρημάξαμε εδώ στην κώχη τούτη την μικρή, σ΄όλην την γη την χαλάσαμε».