Κανίβαλοι
SHARE:
Μεγάλη προσβόλα, σκίζουν όλοι τα ρούχα τους και κοπανιούνται. Πατάνε το έντερ εξοργισμένοι, σφίγγουν το ποντίκι με μανία, ποστάρουν σαν το εμότικον το κοκκινισμένο που έχει νεύρα.
Ούτως ή άλλως δεν την παλεύω. Θέλω να ξαναγυρίσω στου Ψυρρή, στο Παγκράτι, στα Εξάρχεια, στη Βεραντζέρου, να ξαναδιασχίσω τη μισή Αττική με τη μηχανή και να ανεβοκατεβαίνω ανώνυμους κόμβους τα ξημερώματα για να προλάβω να πέσω στο κρεβάτι πριν βγει ο ήλιος, να αράξω με τους φίλους που μιλάνε τραγουδιστά με τις ώρες και να συζητάω για το πόσο δε μου λείπει καθόλου η πόλη που με φιλοξενεί τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η κατάρα μας, η Θεσσαλονίκη όπου διαλέξαμε να ζήσουμε από τη μέρα που κλεφτήκαμε με την Άννα, για να βρισκόμαστε κοντά στον ΠΑΟΚ, στο Παλέ και την Τούμπα -η αυτοκαταστροφή μας. Εδώ όπου όλα είναι τεράστια και όλα είναι υπερβολικά, φούσκες, εδώ όπου οι φελοί όχι απλώς επιπλέουν αλλά σέρνουν καράβια ξοπίσω τους, εδώ όπου η μιζέρια σε υποδέχεται μαζί με τον Βαρδάρη στα μούτρα μόλις βγεις από την εξώπορτα.
Αυτοί που με είχαν μαθητή από πιτσιρίκι, στα πούλμαν και στα τσιμέντα και στα δωματιάκια, φαίνεται να έχουν ξεχάσει το πρώτο μάθημα που μου κάνανε: Εμείς είμαστε ο ΠΑΟΚ. Χωρίς εμάς δε θα υπήρχε αυτό το τεράστιο μέγεθος, χωρίς τη δική μας φωνή δε θα φτάναμε να μας ξέρουν σε κάθε άκρη του κόσμου, χωρίς τα δικά μας χιλιόμετρα δε θα ακουγόταν το όνομα του ΠΑΟΚ στα γήπεδα όλης της Ευρώπης, χωρίς τα θρύψαλα από τις χαμένες, σπαταλημένες ζωές μας δε θα υπήρχε ασπρόμαυρο σύμπαν για να χωρέσουν όλοι οι άλλοι. Χωρίς το αίμα μας, τις τελευταίες πνοές, τον ιδρώτα, τις πρησμένες φλέβες, τα λιπόθυμα κορμιά στην άσφαλτο, τα ανοιγμένα κεφάλια, χωρίς τις αποβάσεις μας όπου αγωνιζόταν η ομαδούλα που τις τελευταίες δεκαετίες δε φτάνει ούτε στο ελάχιστο τον κόσμο που την ακολουθεί. Χωρίς την τρομοκρατία, τα κυνηγητά, τις καταλήψεις, τα ρυθμικά χέρια που έκαναν τα αποδυτήρια στοιχειωμένα μπουντρούμια, χωρίς την πρώτη γραμμή μάχης που θυσιάστηκε για να έρθουν οι διοικήσεις να πουλήσουν μούρη πάνω από τα συλληφθέντα κορμιά που λέρωναν μητρώα για να προστατέψουν αυτό που στα πονεμένα μυαλά τους πίστευαν πως τους ντρόπιαζε. Έχουν ξεχάσει τα πιο βασικά, πέρασαν απέναντι, ξεκίνησαν έναν εμφύλιο με τον πιο αδιάφορο εχθρό.
Όταν απομακρύνεσαι από την ίδια τη μάχη, δηλαδή την κερκίδα, αρχίζεις να πολεμάς μόνο στο μυαλό σου. Αν δεν είσαι εκεί, να φωνάξεις γι' αυτό που πιστεύεις, να προστατέψεις αυτό που αγαπάς με την παρουσία σου και να παλέψεις για όσα εσύ ο ίδιος κηρύσσεις πως είναι τα σημαντικότερα στη ζωή σου, τότε τι νόημα έχει να πολεμάς με τα πλήκτρα -έχεις χάσει, είσαι στους ηττημένους και δεν το ξέρεις. Σημεία των καιρών, άλλαξαν οι εποχές, το παιχνίδι έχει διαφορετικούς κανόνες, μπλα μπλα μπλα. Ένα πετσί είναι ένα πετσί, ένα κορμί είναι ένα κορμί -και το '80 και το '90 και σήμερα. Αραγμένος στο λάπτοπ μπορείς να βρίζεις τους πάντες, αλλά ιδέα δεν έχεις πως έχεις μπει να παίξεις το δικό τους παιχνίδι, εκεί όπου δεν έχεις ούτε μία στις χίλιες να το κερδίσεις -επειδή αυτό το παιχνίδι είναι δικό τους, οι κανόνες δικοί τους, τα κόζια όλα δικά τους. Και μόνο που σε σέρνουν να τους πολεμήσεις, σε κέρδισαν.
Δυο φράσεις κράτησα τόσα χρόνια. «Ρε αφού πιστεύουν τα πάντα, ό,τι θέλουμε εμείς θα πιστέψουνε» και «μην πιστεύεις κάθε μαλακία που γράφουμε, μπίζνα είναι». Άλλα λέει στην παρέα ένας οπαδογράφος, άλλα λέει στους συναδέλφους του, άλλα γράφει στο άρθρο. Δεν τους πιάνεις πουθενά. Μεροκάματο βγάζουν. Παιδιά έχουν να ταΐσουν. Χρέη να πληρώσουν, όπως εμείς. Με τα ψέματα, με τις υπερβολές, με τα νον-πέιπερ, με τις στημένες αναλύσεις. Με τις χάρες στους φίλους τους, με τις εξυπηρετήσεις σ' αυτούς που τους δίνουν τροφή, με οτιδήποτε μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να εξαργυρώσουν τις λέξεις τους. Όποιοι τους πιστεύουν ας τους πιστεύουν -εσύ, ο Παοκτσής με τις εκδρομές που έχεις χάσει το μέτρημα και τα σαράντα χρόνια στα γήπεδα και τους εκατοντάδες αγώνες τι σχέση έχεις όχι απλώς να τους πιστέψεις αλλά και να ασχοληθείς; Πόση αξία θα τους δώσεις ακόμα, που ξέρεις πως είναι κανίβαλοι και τρέφονται από τις ίδιες τις σάρκες μας;
Βαρέθηκα να το γράφω και πάλι δε με καταλαβαίνει σχεδόν κανείς. Ο δικός μου ΠΑΟΚ είναι τα Παοκτσάκια που βρέθηκαν και τα Παοκτσάκια που θα βρεθούν δίπλα μου στα γήπεδα, στους συνδέσμους, στα ταξίδια και στα καρεκλάκια, εντός, εκτός, τα Παοκτσάκια που αντιλαμβάνονται πως αυτοί οι ίδιοι είναι ο ΠΑΟΚ και οι ομάδες για τις οποίες φωνάζουν δεν είναι παρά οι εκπρόσωποί τους στο χόρτο και το παρκέ. Όποιος θεωρεί πως ο ΠΑΟΚ είναι ένα προϊόν που πουλάνε κάτι ποδοσφαιριστές και οι μάνατζέρ τους και οι προπονητές και ο πρόεδρος που τους πληρώνει και οι κανίβαλοι αρθρογράφοι που φροντίζουν ώστε να ομορφύνει το προϊόν για να πουληθεί πιο εύκολα και πιο ακριβά, ενώ εμείς είμαστε οι πελάτες-τηλεθεατές που το καταναλώνουμε αμάσητο, καλά κάνει και το βλέπει έτσι και δε με αγγίζει. Παράλληλοι κόσμοι ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε πάντα και από πάντα -γιατί κάποιοι από τον δικό μου κόσμο της αιτίας ασχολούνται με τον κόσμο της αφορμής είναι που δεν καταλαβαίνω τον τελευταίο καιρό. Ούτε ματιά, ούτε κλικ, ούτε βρισιά, ούτε ένα δευτερόλεπτο δε θα τους χαρίσω -από εμένα θα πεινάσουν, τη σάρκα μου δε θα τη φάνε.
Αυτοί χωρίς ΠΑΟΚ θα πεθάνουν -εμείς χωρίς ΠΑΟΚ θα τον ξαναφτιάξουμε από το μηδέν μέσα σε μια στιγμή. Τον έχουμε μέσα μας. Τον γεννάμε όποτε θέλουμε. Το έχουμε κάνει τόσες φορές.