Και αν είχε αποκτηθεί ο Κοεντράο;
SHARE:
Τον παρακολουθώ από τότε που τον απέκτησε ο ΠΑΟΚ από τον Βατανιακό. Μία μεταγραφή που να κόστισε το πολύ 20 χιλιάδες ευρώ στους νταμπλούχους Ελλάδος. Στα 24 του χρόνια πάντως, ο Δημήτρης Γιαννούλης έπαιξε σε πολλές ομάδες για να μπορέσει να αναγνωριστεί και πλέον να αποτελεί βαρόμετρο και για τον ΠΑΟΚ, αλλά και για την εθνική ομάδα.
Όσο και να αγαπάω τον ΠΑΟΚ, έχω τρομερές ενστάσεις για τον τρόπο που διαχειρίζεται τα ποδοσφαιρικά του πρότζεκτ. Περισσότερο μιλάει η τύχη παρά η στόχευση. Η αξιολόγηση ενός ταλέντου περνάει από χίλια κύματα και θα πρέπει να ξεπεράσει πολλές δυσκολίες έτσι ώστε να επιβεβαιώσει τη δυναμική του. Έστω και έτσι, ο Δημήτρης Γιαννούλης έφτασε σε ένα σημείο να θεωρείται από πολλούς, ο νούμερο ένα παίκτης του πρωταθλήματος.
Δεν θα σταθώ στο γεγονός πως κάποιος μπορεί να πιστεύει πως είναι ο Ποντένσε ή ο Μίσιτς ή ο οποιοσδήποτε άλλος. Όποια κουβέντα και να κάνουμε, ο Γιαννούλης θα τοποθετηθεί δικαίως στους κορυφαίους. Αυτό που με απασχολεί εμένα είναι η πορεία του μέχρι εδώ.
Ο ΠΑΟΚ απέκτησε το καλοκαίρι του 2014 τον παίκτη μετά από εισήγηση του Γιώργου Κωστίκου. Η πρώτη κίνηση ήταν να τον δανείσει στον κοντινό Πιερικό, όπου και έκανε μία γεμάτη σεζόν με 5 ασίστ όμως χωρίς γκολ. Ως εξτρέμ όλα αυτά, αφού ως τέτοιος αποκτήθηκε στα 18 του χρόνια.
Η τύχη τον ευνόησε γιατί την επόμενη χρονιά έπεσε πάνω σε δύο ποδοσφαιρανθρώπους που μπόρεσαν να τον αξιολογήσουν σωστά. Στη Βέροια του τεχνικού διευθυντή Βρύζα και του προπονητή Γιώργου Γεωργιάδη, αποφασίστηκε να μετατραπεί ως αριστερός μπακ. Ο ΓΧ λίγα χρόνια πριν είχε κάνει τον χαφ Κίτσιου, μπακ με επιτυχία και το ίδιο ήθελε να κάνει με τον Γιαννούλη. Ο μοναδικός τρόπος να παίξει σε υψηλό επίπεδο ήταν αυτός. Και παρότι είχε φτάσει στα 20 του χρόνια και η αξιολόγηση των στοιχείων του έπρεπε να γίνει νωρίτερα, αποδείχτηκε πως δεν ήταν αργά.
Ο Γιαννούλης κάνει με τη Βέροια 24 γεμάτα παιχνίδια – όλα 90λεπτά – ως αριστερός μπακ, η ομάδα του σώζεται κυρίως λόγω της αμυντικής της λειτουργίας και ο παίκτης παρότι έχει μηδέν γκολ – μηδέν ασίστ, έχει καταλάβει τι ακριβώς πρέπει να κάνει.
Με βάση τα αθλητικά του χαρακτηριστικά μαθαίνει το αμυντικό κομμάτι της θέσης σωστά, αλλά παράλληλα σου δείχνει σε κάθε παιχνίδι την πολύ καλή του επαφή με τη μπάλα, τα προωθητικά κοντρόλ, το σωστό συνδυαστικό ποδόσφαιρο. Η χρονιά στη Βέροια είναι η πιο κομβική, μιας και καταλαβαίνουν όλοι πως ως μπακ έχει προοπτική. Απλά πρέπει να βάλει στη φαρέτρα του νούμερα και κυρίως τις ασίστ.
Ο ΠΑΟΚ δεν αξιολογεί όμως καλά την σοβαρότητα του πρότζεκτ παρότι άνθρωποί του έβαλαν τον παίκτη στο σωστό δρόμο. Αντί να έχει έτοιμο την επόμενη ομάδα που θα πάει τον παίκτη ένα βήμα παραπάνω, δεν υπάρχει καμία επιλογή και ο παίκτης ξεμένει. Μένει μισή χρονιά ανενεργός στον ΠΑΟΚ πλην δύο αγώνων κυπέλλου και τον Γενάρη πάει στη προβληματική Ανόρθωση η οποία μέχρι το καλοκαίρι του δίνει λίγα παιχνίδια, αλλά δεν μπορεί να πει κανείς πως η συμπεριφορά του παίκτη βελτιώθηκε.
Ευτυχώς για τον ΠΑΟΚ και τον παίκτη, την επόμενη χρονιά ο Γιώργος Σπανός αποφασίζει να στήσει ένα ρόστερ φιλόδοξων νεαρών παικτών, ακόμη και αν αυτοί είναι δανεικοί. Ο Γιαννούλης, ο Χατζηϊσαϊας και ο Ουάρντα πηγαίνουν στο Περιστέρι, αλλά παράλληλα υπάρχουν παιδιά όπως ο Ρισβάνης, ο Γιαννιώτης, ο Κιβρακίδης, ο Βασιλακάκης, ακόμη και ο Ντιγκινί, που δίνουν μία φρεσκάδα στην ομάδα του Κάναντι. Ο Αυστριακός απελευθερώνει την ομάδα του, αυτή βρίσκει αποτελέσματα και είναι στις πρώτες θέσεις του πρωταθλήματος για τα δύο τρίτα της σεζόν. Ο Γιαννούλης πλέον έχει βάλει στο παιχνίδι του την ασίστ, αφού με 8 τέτοιες τελειώνει τη σεζόν πρώτος στη σχετική λίστα. Παίζει μόνο 90λεπτά αν εξαιρέσουμε δύο αγώνες που βγήκε στο τέλος.
Ο Γιαννούλης από τη φύση του έχει ένα ταλέντο. Να αξιολογεί σωστά αυτό που μπορεί να κάνει και να αποφεύγει αυτό που δεν μπορεί. Και αυτό φάνηκε καλά στον Ατρόμητο.
Στο Περιστέρι έμεινε και την περυσινή μισή σεζόν και ο ΠΑΟΚ τον ζήτησε πίσω τον Γενάρη έτσι ώστε να υπάρξει η κάλυψη του Άντρε.
Στη Θεσσαλονίκη κλασικά η φράση «που πας με Γιαννούλη» έπαιξε αρκετά από τους ίδιους τους ΠΑΟΚτσήδες. Η άνεση που απαξιώνουν οι Έλληνες φίλαθλοι τους συμπατριώτες παίκτες, είναι μυθικός.
Η αλήθεια είναι πως σε δεύτερο ρόλο κόπηκε κάπως η φόρα που είχε πάρει από τον Ατρόμητο, όμως η ατυχία του Άντρε του έδωσε την ευκαιρία να καταγράψει κάτι σημαντικό. Την παρουσία του ως βασικός στη κατάκτηση του κυπέλλου. Δεν ήταν και μικρό πράγμα απ ότι φάνηκε. Εκεί κατάλαβε και ο ίδιος πως μπορεί να ανταπεξέλθει και σε αυτό το επίπεδο, κάνοντας μία πολύ μεστή εμφάνιση. Όμως και εδώ συγκυρία. Χτύπησε ο Άντρε και βρήκε τον χώρο.
Το καλοκαίρι που πέρασε, ο ΠΑΟΚ έψαχνε με αγωνία αριστερό μπακ. Είχε μάλιστα αρκετές και πολύ αξιόλογες επιλογές. Όμως είχε και τον βραχνά του FFP, άρα δεν μπορούσε να ξοδέψει πολλά. Βρήκε την επιλογή του Φάμπιο Κοεντράο, ενός τοπ ποδοσφαιριστή που αν υπέγραφε προφανώς και θα προοριζόταν για βασικός. Παρότι η καριέρα του είναι στη κατιούσα, στα 31 του χρόνια δεν θα μπορούσε ένας πρώην βασικός παίκτης της Ρεάλ να συμβιβαστεί με τον πάγκο. Ο Πορτογάλος ήρθε, είδε και απήλθε. Του Γιαννούλη του έφεξε πάλι. Ή μήπως έφεξε στον ΠΑΟΚ;
Ο Γιαννούλης έμεινε μοναδική επιλογή και έκτοτε, σε συνδυασμό με τον σχηματισμό Φερέιρα που είναι κουτί για να αναδείξει τα στοιχεία του, είναι η μεγαλύτερη σταθερά του ΠΑΟΚ. Όμως και ο Φερέιρα συγκυρία είναι. Η φυγή Λουτσέσκου ήταν η είδηση που σημάδεψε περισσότερο τον νταμπλούχο Ελλάδος.
Δεν είναι μόνο βέβαια η παρουσία του Γιαννούλη στον ΠΑΟΚ. Είναι και στην εθνική. Εδώ και αν υπάρχει συγκυρία. Ο προπονητής που επιλέχτηκε στην εθνική, ο Άγγελος Αναστασιάδης, με ρίζες μέσα στον ΠΑΟΚ, δεν καλούσε τον Γιαννούλη αλλά τον Βαλεριάνο ο οποίος δεν ξέρει κανείς που παίζει σήμερα. Ένας ακόμη «δικός του» άνθρωπος, δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει τον συγκεκριμένο ποδοσφαιριστή.
Θέση στην εθνική, βρήκε στην εποχή του Τζον Φαν΄τ Σιπ. Στα τρία παιχνίδια που ξεκίνησε ως βασικός, αποτελεί το σημείο αναφοράς στη δημιουργία, δίνει απίστευτη ισορροπία σε άμυνα και επίθεση και η εθνική σε κάθε παιχνίδι από τα τρία που έπαιξε έχει περισσότερες από είκοσι τελικές στο καθένα. Από εκεί που έβλεπε την αντίπαλη περιοχή με το κιάλι.
Ο Γιαννούλης πλέον είναι ένας αριστερός μπακ που υπάρχει στις λίστες τοπ κλαμπ της Ευρώπης. Είναι ένας παίκτης που αθλητικά αγγίζει το επίπεδο της Πρέμιερσιπ και τεχνικά δεν έχει να ζηλέψει κανέναν. Ήδη στη σεζόν καταγράφει ένα γκολ και πέντε ασίστ αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Οι σίγουρες επαφές του, οι γρήγορες αποφάσεις του, τα προωθητικά κοντρόλ, το συνδυαστικό του παιχνίδι, δικαιολογούν απόλυτα τη ρήτρα των δέκα εκατομμυρίων ευρώ που του έβαλαν οι Θεσσαλονικείς. Όμως το ότι έφτασε μέχρι εδώ, είναι κυρίως δικό του επίτευγμα.
Ο εξτρέμ του Βατανιακού όταν αποκτήθηκε, είχε την τύχη να βρει προπονητή που του έδωσε ρόλο που τον έκανε τοπ ποδοσφαιριστή, δεν απογοητεύτηκε από τους δανεισμούς και κυρίως από εκείνον της Ανόρθωσης που ήταν αποτυχημένος, δεν φοβήθηκε όταν έκαιγε η μπάλα με την επιστροφή του στον ΠΑΟΚ, δεν λύγισε στον ρόλο του αντί – Βιεϊρίνια, αλλά και στο ερώτημα «που πας με τον Γιαννούλη» που έθεταν οπαδοί της ομάδας του. Και εννοείται πως δεν αναθεμάτισε όταν ο προπονητής της εθνικής που ήταν – θεωρητικά – κοντά στον σύλλογο που ανήκει, δεν τον καλούσε προτιμώντας παίκτες πολύ κατώτερου επιπέδου.
Η ζωή του θα ήταν πολύ πιο εύκολη αν ο ίδιος ο σύλλογος που ανήκει, τον αξιολογούσε καλύτερα. Ο ΠΑΟΚ απλά θα πρέπει να αισθάνεται τυχερός που αυτό το παιδί, είχε το μυαλό να ισορροπήσει πνευματικά.
Αν ο ΠΑΟΚ θέλει να διώξει από πάνω του την σκιά του FFP, θα πρέπει να συμπεριφερθεί μελλοντικά πολύ πιο σοβαρά στα ισχυρά του πρότζεκτ. Στον Μπαλογιάννη, τον Μιχαϊλίδη, τον Διαμαντή, τον Λύρατζη, τον Τσαούση, τον Χατζηστραβό και τους μικρότερους, το Τζόλη και τον Κούτσια.
Και απ ότι καταλαβαίνω, ο ΠΑΟΚ έχει τη διάθεση να αλλάξει την μέχρι σήμερα πρακτική του. Έχοντας διώξει και το βάρος της πρώτης κατάκτησης πρωταθλήματος στην εποχή Σαββίδη, μπορεί να σκεφτεί επιτέλους πιο ποδοσφαιρικά.