Μίοντραγκ Μπελοντέντιτσι: «Ο ΠΑΟΚ έχει το πάνω χέρι στην Τούμπα!»
SHARE:
Πρόκειται για τον ποδοσφαιριστή-θρύλο στην ιστορία της FCSB, αλλά και τον πρώτο που κατάφερε να πάρει στα χέρια του το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης, παίζοντας με δύο διαφορετικές ομάδες. Παίκτης της FCSB που το 1986 έκανε τη μεγάλη έκπληξη, κερδίζοντας την Μπαρτσελόνα στο τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ο Μίοντραγκ Μπελοντέντιτσι υπήρξε ένα υποδειγματικό λίμπερο, για τον όποιο ο αείμνηστος Γιάννης Διακογιάννης είχε πει πως ήταν απώλεια για το ίδιο το ποδόσφαιρο το γεγονός πως δεν θα έπαιζε στο Μουντιάλ του 1990 στα ιταλικά γήπεδα. Και αυτό γιατί ήδη είχε φύγει από τη Ρουμανία ζητώντας πολιτικό άσυλο στην Γιουγκοσλαβία, όπου έμελλε αγωνιζόμενος στον Ερυθρό Αστέρα να πάρει το Κύπελλο ξανά, ως μέλος της ομάδας που επικράτησε το 1991 της Μαρσέιγ στα πέναλτι.
Ο Δημήτρης Δημουλάς τον συνάντησε και η συζήτηση είχε τα πάντα! Από τον τωρινό αγώνα του ΠΑΟΚ με την παλιά του ομάδα την FCSB στο Europa league, μέχρι τον… Γιώργο Βαρδινογιάννη που ήταν επίτιμος πρόεδρος της ρουμανικής ομάδας και φέρθηκε πολύ γενναιόδωρα στον ίδιο και στους συμπαίκτες του το 1986 μετά την κατάκτηση του τροπαίου που ήταν τον πρωτο για ομάδα του ανατολικού μπλοκ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών.
Ο «Μπέλο», όπως είναι το παρατσούκλι του στη Ρουμανία (οι Σερβοι τον αποκαλούν «Μίλε»), δυστυχώς δεν τους έκανε το χατίρι, καθώς 1,5 χρόνο νωρίτερα είχε δραπετεύσει από τη Ρουμανία, ζητώντας πολιτικό άσυλο στην-τότε-Γιουγκοσλαβία.
Σήμερα, ο 60χρονος «Μπέλο», ζει και πάλι στο-άλλοτε- «Παρίσι της Ανατολής», όντας πρεσβευτής της ρουμανικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας και της UNICEF. Μιλήσαμε με τον πρώην «λίμπερο», που κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών και με τους δυο Αστέρες (FCSB το 1986 και Ερυθρό Αστέρα το 1991), λίγο πριν την αναμέτρηση του ΠΑΟΚ με τη FCSB κι ενώ απολαμβάνει τις ομορφιές και τις λιχουδιές της Κρήτης και κάναμε μια αναδρομή στο πλούσιο ποδοσφαιρικό του παρελθόν.
Θα ήθελες να μας πεις αρχικά δύο λόγια, αναφορικά με το πώς περνάς στην Κρήτη;
«Καλημέρα (στα ελληνικά)! Είναι ένα υπέροχο μέρος για να κάνει κάποιος διακοπές, ειδικά τώρα που δεν κάνει και πολλή ζέστη».
Την Πέμπτη αναμετρώνται στη Θεσσαλονίκη η FCSB κι ο ΠΑΟΚ. Πώς βλέπεις την αναμέτρηση αυτή;
«Ο ΠΑΟΚ είχε καλή απόδοση στο «Ali Sami Yen», αν και ηττήθηκε με 3-1. H FCSB πάλι μπήκε με το δεξί στη διοργάνωση, νικώντας τη Ρίγα με 4-1. Η δυναμικότητα των Λετονών όμως, δεν είναι κριτήριο για ασφαλή συμπεράσματα. Νομίζω ότι στην Τούμπα ο ΠΑΟΚ θα έχει το πάνω χέρι κι ο Ραζβάν θα προετοιμάσει κατάλληλα τους παίκτες του για το ματς αυτό. Το σίγουρο είναι ότι θα απολαύσω το παιχνίδι σε κάποιο όμορφο μέρος. (χαμογελά)».
Επίτρεψε μας στο σημείο αυτό να κάνουμε μια αναδρομή στην καριέρα σου, που, αν μη τι άλλο, ήταν κι ολίγον κινηματογραφική, αν αναλογιστεί κανείς ότι δραπέτευσες το χειμώνα του 1988 από τη Ρουμανία, ζητώντας πολιτικό άσυλο στη Γιουγκοσλαβία. Πώς πήρες μια τόσο σημαντική και συνάμα επικίνδυνη απόφαση;
«Η απόφαση είχε ωριμάσει πολύ πιο πριν και μάλιστα την είχα εκμυστηρευτεί στους τότε συμπαίχτες μου στη FCSB, Γκιόργκε Χάτζι και Γκαβρίλ Μπάλιντ, τους οποίους εμπιστευόμουν τυφλά.
Μπορεί ως ποδοσφαιριστές του συλλόγου να είχαμε αρκετά προνόμια, πλην όμως το καθεστώς ανελευθερίας και καταπίεσης που υπήρχε τότε στη Ρουμανία δεν ήταν για μένα πλέον υποφερτό. Εγώ κατάγομαι από τη σερβική μειονότητα του Μπανάτ (σ.σ. παραδουνάβια επαρχία της Ρουμανίας, στα σύνορα με τη Σερβία), οπότε ήταν σχετικά εύλογο να πάρω μια τέτοια απόφαση, καθώς η οικογένεια μου είχε πολλούς συγγενείς από την άλλη όχθη του Δούναβη. Προφασιζόμενος ότι ήθελα να επισκεφτώ τους συγγενείς μου έπεισα τους υπεύθυνους της FCSB να μου δώσουν το διαβατήριο για να περάσω τα σύνορα. Θα πρέπει να ξέρετε ότι τα διαβατήρια των αθλητών τα κρατούσε η περιβόητη securitate (σ.σ μυστική αστυνομία), ενώ οι απλοί πολίτες ήταν σχεδόν αδύνατο να ταξιδεύουν τότε στο εξωτερικό».
Αληθεύει ότι ο Άνγκελ Ιορντανέσκου είχε έρθει τότε επί τούτου στο Βελιγράδι για να σε μεταπείσει;
«Όντως είχε έρθει και μου είχε δώσει διορία μιας εβδομάδας για να γυρίσουμε μαζί στο Βουκουρέστι. Η απόφαση μου όμως ήταν μη αναστρέψιμη!».
Η προσπάθεια σου πάντως να γίνεις μέλος του Ερυθρού Αστέρα, αρχικά, δεν στέφθηκε με επιτυχία. Δεν σε αναγνώρισαν;
Στην αρχή μάλλον όχι! Ήταν όνειρο ζωής να παίξω στη Zvezda, καθώς από παιδί υποστήριζα αυτή την ομάδα. Πλην όμως, δεν κατάφερα αρχικά να πείσω τους υπεύθυνους να γίνω δεκτός από τον τότε παντοδύναμο γενικό διευθυντή, Ντράγκαν Τζάιτς. Τότε μάλιστα, ένας φίλος μού πρότεινε να πάω στην Παρτιζάν, καθώς γνώριζε εκεί κάποιον από τους διοικούντες και θα με έπαιρναν με κλειστά μάτια. Εγώ όμως δεν ήθελα ούτε καν να σκεφτώ το ενδεχόμενο να φοράω την ασπρόμαυρη φανέλα και όχι την ερυθρόλευκη. Τελικά, η επιμονή μου ανταμείφθηκε, καθώς έγινα δεκτός από τον Τζάιτς, που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι εγώ ήμουν ο λίμπερο της FCSB».
Μετά από την εξάμηνη τιμωρία που σου είχε επιβάλει η FIFA, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν είχες δικαίωμα συμμετοχής σε επίσημους αγώνες, τελικά βρέθηκες στο τερέν μαζί με τους Σαβίσεβιτς, Στόικοβιτς, Σαμπανάτζοβιτς. Ήταν, φαντάζομαι, η εκπλήρωση του παιδικού σου ονείρου;
«Η χαρά μου ήταν ανείπωτη όταν συμμετείχα για πρώτη φορά σε αγώνα πρωταθλήματος μαζί με όλους αυτούς τους μεγάλους συμπαίχτες μου. Πάνω απ’ όλα έληξε μια περίοδος αβεβαιότητας καθώς τα μηνύματα σχετικά με την τιμωρία μου ήταν αντικρουόμενα».
Οι υπεύθυνοι της ρουμανικής Ομοσπονδίας έκαναν άπειρες προσπάθειες για να σε πείσουν να πάρεις μέρος με την Εθνική ομάδα στο Μουντιάλ της Ιταλίας το καλοκαίρι του 1990, χωρίς όμως επιτυχία. Ποιες ήταν οι επιφυλάξεις σου;
«Η κατάσταση στη Ρουμανία ήταν ακόμη πολύ ρευστή μετά την αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος και τα πρώτα βήματα στην ελεύθερη, κοινοβουλευτική δημοκρατία. Δεν ήμουν πεπεισμένος για τις συνέπειες που θα είχα, αν επέστρεφα στη Ρουμανία, καθώς είχα κατηγορηθεί για λιποταξία. Έτσι με βαριά καρδιά αποφάσισα να αρνηθώ τα κελεύσματα των ιθυνόντων και να δω το Μουντιάλ από την τηλεόραση».
Την επόμενη χρονιά στέφθηκες στο στάδιο St. Nikola του Μπάρι για δεύτερη φορά πρωταθλητής Ευρώπης, καθώς κατακτήσατε το Κύπελλο Πρωταθλητριών με τον Ερυθρό Αστέρα κόντρα στη Μαρσέιγ του μεγιστάνα Μπερνάρ Ταπί. Ήταν το επιστέγασμα της καριέρας σου;
«Σου είπα ότι ήταν παιδικό όνειρο να παίξω στη Zvezda, αλλά δεν μπορούσα ποτέ να διανοηθώ ότι θα κατακτούσα μετά την FCSB και με την ομάδα του Βελιγραδίου το Κύπελλο πρωταθλητριών, κάτι που όπως έμαθα αργότερα δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε άλλος ενεργός παίχτης. Εκείνο το βράδυ στο Μπάρι ήταν η πιο μεγάλη μέρα της καριέρας μου!».
Συγκρίνοντας τις δυο ομάδες, τη FCSB του 1986, και τον Ερυθρό Αστέρα του 1991, ποιες ομοιότητες ή διαφορές διακρίνεις μετά από τόσα χρόνια;
«Η FCSB ήταν μια κλασική ομάδα του σοβιετικού μπλοκ που στηριζόταν στην ομαδικότητα και την ταχύτητα, ενώ στη Zvezda ξεχείλιζε η παγκόσμια κλάση ορισμένων μονάδων. Αρκεί να δεις την καριέρα που έκαναν ακολούθως οι Σαβίσεβιτς, Μιχαίλοβιτς ή ο Γιούγκοβιτς για να καταλάβεις τι εννοώ, ενώ ο Προσινέτσκι αν και μεταγράφηκε σε Ρεάλ Μαδρίτης και Μπαρτσελόνα, ταλαιπωρήθηκε από τραυματισμούς και δεν μπόρεσε να ξεδιπλώσει κι εκεί το αστείρευτο ταλέντο του».
Μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με τη FCSB, είχαν κυκλοφορήσει διάφορα μυθεύματα σχετικά με το Ντουκαντάμ και τα υποτιθέμενα Mercedes που σας έκανε δώρο το καθεστώς. Τελικά, τίποτε δεν ίσχυε απ’ αυτά;
«Εκείνη την εποχή με τέτοιο καθεστώς ο λαός έψαχνε πάντα ένα αφήγημα για να ικανοποιήσει το θυμικό του. Ο Ντουκαντάμ δεν βασανίστηκε βέβαια κι ούτε Mercedes μας δώρισαν. Ένα μεταχειρισμένο αγροτικό τζιπάκι ARO πήραμε , που μας ήταν εντελώς άχρηστο κι οι περισσότεροι από μας το πουλήσαμε σε αγρότες!».
Η μεγαλύτερη αναγνώριση προήλθε πάντως από έναν «εξωτερικό ευεργέτη», που σας αντάμειψε πλουσιοπάροχα. Πώς έγινε αυτό;
«Θα εννοείς ασφαλώς τον τότε πρόεδρο του Παναθηναϊκού, Γιώργο Βαρδινογιάννη και τον επίτιμο πρόεδρο της FCSB, που ήταν μέγας οπαδός της ομάδας μας και ο οποίος διατηρούσε άριστες επαγγελματικές σχέσεις με το καθεστώς. Στον τελικό ήταν μάλιστα παρών ως μέλος της αποστολής».
Ήταν όμως τιμωρημένος από την UEFA…
«Ναι, ήταν όμως άλλες εποχές (γελώντας)».
Τι περιλάμβανε το πριμ του «καπετάνιου»;
«Kάλεσε, την ομάδα με τις γυναίκες μας, για μια βδομάδα στην Αθήνα και κάναμε διακοπές στον Αστέρα της Βουλιαγμένης. Επιπλέον, μας φιλοδώρησε με 1000 δολάρια έκαστον, ώστε να κάνουμε shopping therapy στα εμπορικά καταστήματα της πρωτεύουσας. Για μας τότε αυτά, όπως θα αντιλαμβάνεστε, ήταν ανεκτίμητης αξίας. Και το κερασάκι στην τούρτα ήταν μια μίνι κρουαζιέρα με τη θαλαμηγό του στα νησιά του Αργοσαρωνικού. Πολύ κιμπάρης ο καπετάνιος!! (γέλια)».
Η δική σου καριέρα μακριά από τα Βαλκάνια δε στέφθηκε απο μεγάλη επιτυχία. Γιατί;
«Το καλοκαίρι του 1992 κι ενώ ο πόλεμος μαινόταν στη Γιουγκοσλαβία ο Τζάιτς έκανε το deal του αιώνα πουλώντας Σαβίσεβιτς (Μίλαν), Πάνσεφ, (Ιντερ), Μιχαίλοβιτς (Ρόμα), Γιούγκοβιτς (Sampdoria), ενώ εγώ μεταγράφηκα στη Βαλένθια, που τότε είχε προπονητή τον Χίντινγκ. Εκεί έπαιξα για πρώτη φορά ζώνη στην άμυνα, κάτι που ήταν για μένα πολύ δύσκολο στην αρχή, καθώς έπαιζα πάντα μέχρι τότε λίμπερο. Πέραν τούτου η ομάδα δεν είχε την ποιότητα που ήλπιζαν οι διοικούντες, γεγονός που μεταφράστηκε σε μέτριο πλασάρισμα στη βαθμολογία. Μετά από δυο περιόδους μεταπήδησα στη Βαγιαδολίδ και ακολούθως στη Βιγιαρεάλ, χωρίς ανάλογη επιτυχία, είναι αλήθεια. Η παρουσία μου όμως στην Ιβηρική με έκανε να αγαπήσω τη χώρα, τη γλώσσα και τους ανθρώπους της, κάτι που το θεωρώ επίσης σημαντικό».
Το καλοκαίρι του 1994 συμμετείχες-τελικά-με τη Ρουμανία στο Μουντιάλ των ΗΠΑ. Ποιες είναι οι αναμνήσεις σου από τότε;
«Εκείνη η ομάδα είχε την τύχη να έχει στις τάξεις της τη χρυσή γενιά του ρουμανικού ποδοσφαίρου: Χάτζι, Ποπέσκου, Λουπέσκου, Ντουμιτρέσκου για να αναφέρω μόνο μερικούς. Μετά τη νίκη επί της Αργεντινής (σ.σ. 3-1) το κλίμα ευφορίας στη Ρουμανία ήταν πρωτόγνωρο, μας μετέφεραν φίλοι και γνωστοί από το Βουκουρέστι. Δυστυχώς δεν καταφέραμε να περάσουμε το εμπόδιο της Σουηδίας και να προκριθούμε στα ημιτελικά της διοργάνωσης».
Επειδή αστόχησες στο καθοριστικό πέναλτι;
«Μα έκανε μια υπέροχη απόκρουση ο Ραβέλι. (γέλια). Έτσι είναι το ποδόσφαιρο, δεν μπορείς να έχεις πάντα τύχη. Εξάλλου εγώ στάθηκα τυχερός δυο φορές στη διαδικασία των πέναλτι, μια με τη FCSB το 1986 και με τον Ερυθρό Αστέρα στο Μπάρι».
Η παρούσα ομάδα της Ρουμανίας έκανε μία αξιοπρεπή παρουσία στο EURO της Γερμανίας. Πώς βλέπεις τις προοπτικές αυτές της γενιάς;
«Όντως οι παίκτες της Ρουμανίας έκαναν καλές εμφανίσεις στη Γερμανία, αποτυπώνοντας ένα θετικό δείγμα γραφής, αν αναλογιστεί κανείς ότι ήταν η πρώτη συμμετοχή σε τουρνουά μετά από πολλά χρόνια. Τώρα, η ομάδα με έναν έμπειρο προπονητή ξεκίνησε με δυο νίκες στο Nations League κι ελπίζω να καταφέρει να προκριθεί στο Μουντιάλ του 2026».
Ο προπονητής αυτός έχει, φαντάζομαι, μια ιδιαίτερη θέση στις αναμνήσεις τους…
«Ο Μίρτσεα Λουτσέσκου είναι κάτι παραπάνω από ζωντανός θρύλος του ρουμάνικου ποδοσφαίρου. Ήταν αυτός που με κάλεσε το 1985 ως Ομοσπονδιακός τεχνικός για πρώτη φορά στην εθνική. Δυστυχώς, δεν είχαμε καταφέρει τότε να προκριθούμε στο Μουντιάλ του Μεξικού».
Κάνοντας, εν κατακλείδι, μια ανασκόπηση της σταδιοδρομίας σου, μετάνιωσες για κάτι;
«Αν ήξερα ότι θα έπεφτε ο Τσαουσέσκου, δε θα είχα δραπετεύσει από τη Ρουμανία. Έτσι θα είχα τη δυνατότητα να παίξω και στο Μουντιάλ της Ιταλίας. Τέλος πάντων. Εκ των υστέρων είσαι πάντα σοφότερος».