Τα αγωνιστικά στοιχεία, που δεν είχε ο φετινός ΠΑΟΚ
SHARE:
Υπάρχει μια σειρά από αγωνιστικά στοιχεία, που εξηγούν τους αριθμούς που καταγράφηκαν. Μπορεί να μιλάμε για επιμέρους κατηγορίες στατιστικής όμως και αυτές αποτελούν κομμάτι που συνολικού παζλ, που διαμόρφωσαν την τελική εικόνα. Για παράδειγμα, ο Ολυμπιακός έγραψε πρωτιά σε επίθεση και άμυνα, ενώ διαθέτει τον πρώτο σκόρερ, αλλά και τον πρώτο σε ασίστ, αναφορικά με την κανονική διάρκεια του πρωταθλήματος. Και αναφερόμαστε σε αυτή διότι αφενός καταγράφει τη συνολική εικόνα, με τις ομάδες να έχουν παίξει όλες μεταξύ τους από δυο φορές, αφετέρου είναι πάντα ιδιαίτερα τα δεδομένα στα πλέι οφ, πόσο δε μάλλον όταν αυτά θα γίνουν και κάτω από τη σκέπη των όσων καταγράφονται εξωαγωνιστικά.
Η ΧΑΜΕΝΗ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ ΚΑΤΩ ΑΠO ΤΗΝ ΕΣΤΙΑ
Είναι σίγουρο πως πολλές φορές η ευθύνη για ένα γκολ που δέχεται μια ομάδα είναι συνολική και δεν μπορεί να βαραίνει αποκλειστικά τον τερματοφύλακα, καθώς υπάρχουν γκολ που επιτυγχάνονται λόγω κακής εκτίμησης, τοποθέτησης και γενικά χειρισμού της τελικής προσπάθειας του αντιπάλου από τον τερματοφύλακα, όμως υπάρχουν και αυτά που οι υπόλοιποι ποδοσφαιριστές, πλην του τερματοφύλακας, με την αγωνιστική τους συμπεριφορά δίνουν την δυνατότητα στον ποδοσφαιριστή που επιτίθεται να έχει καλύτερο «πεδίο βολής», άρα και μεγαλύτερες πιθανότητες ευστοχίας.
Πέρα, λοιπόν, από όλα αυτά, η εικόνα των δυο τερματοφυλάκων βρέθηκαν κάτω από την εστία, με τον Αλέξανδρο Πασχαλάκη να φορά γάντια βασικού στις πρώτες τέσσερις και στις δυο τελευταίες αγωνιστικές. Τόσο ο Αλέξανδρος Πασχαλάκης όσο και ο Ζίβκο Ζίβκοβιτς είχαν εξαιρετικές επιδόσεις την περασμένη σεζόν, με τον πρώτο να γράφει μια σχεδόν αψεγάδιαστη πορεία με τη φανέλα του ΠΑΟΚ, όντας κάτω από τα δοκάρια του σε όλες τις αναμετρήσεις του πρωταθλήματος, και τον δεύτερο να ολοκληρώνει θετικά την τρίτη του σεζόν παρουσίας κάτω από τα γκολπόστ της Ξάνθης.
Φέτος, η σεζόν δεν ξεκίνησε καλά για τον Έλληνα κίπερ με αποτέλεσμα ο Αμπέλ Φερέιρα να προχωρήσει στην αντικατάστασή του, και να τον χρησιμοποιήσει τα ματς κυπέλλου, επαναφέροντάς τον στις δυο τελευταίες αγωνιστικές. Στη σύγκριση ανάμεσα στις επιδόσεις του Ζίβκο Ζίβκοβιτς και του Ζοσέ Σα, κατ την καταγραφή των πεπραγμένων τους, θα διαπιστώσουμε πως ο Πορτογάλος κίπερ των «ερυθρολεύκων» έγραψε 16 αναμετρήσεις χωρίς να δεχθεί γκολ, έναντι 11 του Σέρβου, αλλά και 2,47 επεμβάσεις ανά αγώνα έναντι 1,95 του «ασπρόμαυρου» πορτιέρε. Λεπτομέρειες που όμως κάνουν την διαφορά ειδικά από τη στιγμή που η μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε Ολυμπιακό και ΠΑΟΚ δεν καταγράφηκε στην επίθεση αλλά στην άμυνα, στην κανονική διάρκεια του πρωταθλήματος.
ΤΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΓΗΠΕΔΟ ΠΟΥ... ΔΕΝ ΒΡΗΚΕ
Η γρήγορη μετάβαση από την άμυνα στην επίθεση είναι κάτι που αποτελεί μεγάλο ζητούμενο για τις ομάδες, καθώς με αυτό τον τρόπο μπορούν να βρουν ανοργάνωτη την αντίπαλη ομάδα. Μάλιστα, για ένα κλαμπ που κάνει πρωταθλητισμό, που σημαίνει ότι σε ένα μεγάλο αριθμό αγώνων θα κληθεί να αντιμετωπίσει κλειστές άμυνες, το να έχει την ικανότητα να αξιοποιήσει τις φορές που ο αντίπαλος θα πάρει μέτρα στο γήπεδο, μπορεί να του δώσει την ευκαιρία να «ξεκλειδώσει» μια αναμέτρηση.
Φέτος τα γκολ που πήρε ο ΠΑΟΚ από αντεπιθέσεις, ήταν μετρημένα στα δάκτυλα του ενός χεριού. Συγκεκριμένα, ο Δικέφαλος πέτυχε μόλις τρία γκολ σε φάση αντεπίθεσης. Αν κάποιος το συγκρίνει με τον αντίστοιχο αριθμό τερμάτων που πέτυχε ο Ολυμπιακός, θα δει πως η διαφορά είναι μεγάλη, καθώς οι «ερυθρόλευκοι» κατάφεραν να σκοράρουν σε αντεπίθεση 12 φορές. Αναφορικά με την σύγκριση ανάμεσα σε ΠΑΟΚ και Ολυμπιακό, με αυτό το +9 που είχε ο Ολυμπιακός στα γκολ από αντεπιθέσεις έναντι του ΠΑΟΚ, κατάφερε να καλύψει την απόσταση που δημιουργήθηκε αναφορικά με τα γκολ που σημείωσαν οι δυο ομάδες από στατικές φάσεις, πλην πέναλτι.
Ο ΠΑΟΚ πέτυχε 7 γκολ από εκτελέσεις κόρνερ, την ώρα που τα συνολικά γκολ που πέτυχε ο Ολυμπιακός από εκτελέσεις φάουλ και κόρνερ ήταν συνολικά 5. Στο σύνολο, ο ΠΑΟΚ πήρε 15 τέρματα από στατικές φάσεις έναντι 5 των «ερυθρόλευκων». Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί πως αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα του πρώτου ημιτελικού, στην οποία ο Ολυμπιακός δημιούργησε πολλά προβλήματα στον ΠΑΟΚ από τις στατικές φάσεις, με τους «ερυθρόλευκους» να αξιοποιούν τον συνδυασμό των ψηλότερων κορμιών που είχαν στο παιχνίδι μαζί με την συνολική αδυναμία του ΠΑΟΚ να εφαρμόσει τη ζώνη , ειδικά στα φάουλ από μέση απόσταση. Αλλη μια λεπτομέρεια που στα μεταξύ των δυο ομάδων παιχνίδια είναι δεδομένο πως μπορεί να κάνει τη διαφορά, με τον ΠΑΟΚ να μη την «πληρώνει» στον ημιτελικό της Τούμπας.
ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΔΕΝ ΕΒΓΑΛΕ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΕΙΣ, ΑΛΛΑ ΔΕΧΘΗΚΕ ΚΑΙ ΑΡΚΕΤΕΣ...
Μετά την ανάγνωση του τομέα που αφορά τον τρόπο με τον οποίο πέτυχε τα γκολ του ο ΠΑΟΚ στο πρωτάθλημα, ήρθε η ώρα να καταγραφεί και ο τρόπος με τον οποίο ο Δικέφαλος δέχθηκε γκολ, σε σχέση πάντα με τον μεγάλο του αντίπαλο. Το αρνητικό για τους «ασπρόμαυρους» δεν ήταν μόνο ότι δεν μπόρεσαν να έχουν γρήγορη μετάβαση από την άμυνα στην επίθεση, ώστε να δημιουργήσουν προϋποθέσεις αντεπίθεσης, αλλά προδόθηκαν αρκετές φορές από τις αργές επιστροφές από την επίθεση στην άμυνα. Όταν ο Ολυμπιακός δέχθηκε μόλις εννιά γκολ στο σύνολο στο πρωτάθλημα, ο ΠΑΟΚ δέχθηκε έξι μόνο από ένα συγκεκριμένο τρόπο. Και αναφερόμαστε σε αυτόν που έχει να κάνει με την αντεπίθεση του αντιπάλου. Μπορεί να είναι λογικό ο ΠΑΟΚ να έχει γενικά ψηλά τις γραμμές του, αλλά το να καταφέρει ο αντίπαλος να σου δημιουργεί πρόβλημα μετά από δική σου εκτέλεση κόρνερ – και μάλιστα όχι μια φορά – είναι κάτι που δεν περνάει απαρατήρητο, ειδικά όταν καταγράφεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, και φέτος στοίχισε βαθμούς για τους «ασπρόμαυρους» σε πάνω από μια περιπτώσεις.
ΤΟ «ΤΕΤ-Α-ΤΕΤ» ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ
Η σύγκριση ανάμεσα στις επιδόσεις του Κάρολ Σφιντέρσκι και του Γιουσέφ Ελ Αραμπί, των δυο ποδοσφαιριστών που έγραψαν τις περισσότερες συμμετοχές στην κορφή της επίθεσης των δυο διεκδικητών του τίτλου έχει ένα σημείο αναφοράς που ίσως θα έπρεπε να πέσει μεγαλύτερο φως από ότι στον τομέα των τερμάτων. Ο Μαροκινός μέτρησε 17 τέρματα, έναντι 10 του Σφιντέρσκι. Αμφότεροι ήταν ποδοσφαιριστές που έδειξαν να έχουν έμφαση στο τελείωμα των φάσεων σε πρώτο χρόνο. Ενα ακόμα σημείο στο οποίο υπερτέρησε ο Ελ Αραμπί έναντι του Σφιντέρσκι ήταν αυτός της δημιουργίας, καθώς σε αντίθεση με τον Πολωνό που δεν μπόρεσε να «γράψει» κάποια ασίστ, ο Μαροκινός μοίρασε 6, έχοντας αρκετούς συμπαραστάτες στις φορές που πίεσε ψηλά και έκλεψε, ένα στοιχείο που το διαθέσει σε μεγαλύτερο βαθμό ο Τσούμπα Άκπομ στο στυλ παιχνιδιού του.
ΧΑΜΗΛΕΣ «ΠΤΗΣΕΙΣ»
Μια ατομική σύγκριση που λέει πολλά είναι αυτή ανάμεσα στα όσα έκαναν οι Ματιέ Βαλμπουενα και Ντιέγκο Μπίσεσβαρ. Μέχρι και την αναμέτρηση για το πρωτάθλημα ανάμεσα σε ΠΑΟΚ και Ολυμπιακό στην Τούμπα, ο Μπίσεσβαρ είχε μετρήσει 19 συμμετοχές έναντι 17 του Γάλλου βραχύσωμου μεσοεπιθετικού. Ο Μπίσεσβαρ είχε καταγράψει ένα γκολ, τέσσερις ασίστ και 0,53 ευκαιρίες ανά αγώνα με ποσοστό ευστοχίας στο 10%. Όσον αφορά τον Βαλμπουενά, είχε έξι γκολ, οκτώ ασίστ και 0,76 ευκαιρίες ανά αγώνα με ποσοστό ευστοχίας στο 54%.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΤΗΡΙΓΜΑ
Ο παίκτης – αποκάλυψη για τον ΠΑΟΚ ήταν ο Γιόζιπ Μίσιτς ο οποίος σήκωσε το βάρος του άξονα, και η σύγκρισή του με τον κατά τεκμήριο καλύτερο (δημιουργικό) εσωτερικό μέσο του Ολυμπιακού, τον Γκιλιέρμε, είναι ενδεικτικά. Ο Κροάτης έγραψε 23 συμμετοχές με πέντε γκολ και οκτώ ασίστ μέχρι την 24η αγωνιστική, με τον Βραζιλιάνο του Ολυμπιακού να έχει 18 συμμετοχές, να μετρά δυο γκολ αλλά μην βγάζει ασίστ. Θα μπορούσε – έστω και αδόκιμα – να πει κανείς πως ο Μίσιτς προσπάθησε να «καλύψει» το... «κενό» του Μπίσεσβαρ, αν και σε σχέση με πέρυσι, αυτό δεν καλύφθηκε καθώς ο ΠΑΟΚ είχε πάρει πολλά και από τους επιτελικούς μέσους αλλά και από τους εσωτερικούς.